Όσα θα μπορούσαν να είναι αλλιώς χωρίζονται πάντα από μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στο άπειρο των πιθανοτήτων τους και το χειροπιαστό της πραγματικότητας. Από τη μια μεριά είναι όσα ήδη συμβαίνουν, με τον παλμό τους, τον ρυθμό τους, τις γεύσεις και τις αποχρώσεις τους, τα πάνω και τα κάτω τους κι από την άλλη είναι όσα δε συνέβησαν, όσα δεν έγιναν ή και δε θα γίνουν κι ανασαίνουν από πάνω μας μόνιμα, σαν μια παλλόμενη φούσκα που κανείς δεν αγγίζει γιατί ξέρουμε πολύ καλά ότι θα σκάσει.
Αυτή είναι η μοίρα της και πολλές φορές νομίζουμε ότι ορίζει τη δική μας. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι ένας παράγοντας έξω από εμάς, τόσο αδύναμος, τόσο ευαίσθητος όσο μια φούσκα καθορίζει την πορεία της ζωής μας. Πρέπει άλλωστε να είναι κάτι έξω από εμάς, να αποδίδεται άλλου η ευθύνη για όσα δεν έγιναν γιατί αν την αναλάβουμε εμείς τη ζωή μας, θα μετατραπεί αμέσως σε αποστολή να σώσουμε την ψυχή μας προσπαθώντας να τ’ αλλάξουμε όλα. Γιατί μας άλλαξαν κι αυτά. Ή μήπως απλά με το πέρασμα του χρόνου γίναμε ή εξέλιξή μας απλά και τίποτα δε μας άλλαξε αλλά μας έκανε αυτό που θα γινόμασταν ούτως ή άλλως;
Κι όσο η διαδικασία συμβαίνει, σχεδόν καμία δεν αντιλαμβανόμαστε από τις αλλαγές. Κι όσο κι αν νόμιζες πως όλα θα ήταν αλλιώς αν τώρα γνωριζόσασταν, δε θα ήταν. Όχι επειδή κανείς δεν μπορεί να αποδείξει ότι θα ήταν αλλιώς, αλλά γιατί δεν υπάρχει αυτό το «αλλιώς». Δεν παίζει ρόλο ο χρόνος, οι συνθήκες που τον διαμορφώνουν ως συγκεκριμένο ή ασήμαντο, δεν παίζουν ρόλο οι πράξεις καμία φορά, ούτε οι καρδιές μας που θέλουν να γδύσουν τα κορμιά, ούτε τα ίδια τα κορμιά που επιθυμούν τα πάντα, παίζουμε ρόλο μόνο εμείς. Κι όσο κι αν γινόμαστε η καλύτερη εκδοχή μας, όσο κι αν ωριμάζουμε, όσο κι αν γινόμαστε θαύματα προόδου κι ανοιχτών ματιών, άλλο τόσο η βάση μας είναι η ίδια και δε θα μας έκανε να πετύχουμε το μεταξύ μας. Ούτε και ν’ αποτύχουμε. Θα μας έβγαζε πάλι στο ίδιο σημείο.
Δεν είναι καταδικασμένη μοίρα, ούτε κάτι που δεν προβλέψαμε και δε μας βγήκε. Είναι αυτό που είναι. Είμαστε αυτοί που είμαστε και θα το ζούσαμε και πάλι από την αρχή, με την ίδια όρεξη, την ίδια αχόρταγη δίψα κι ας κατέληγε στο ίδιο σημείο. Έστω κι αν πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει ανώτερο συμπαντικό ή θεϊκό πλάνο για τις ζωές μας, ως άνθρωποι συναντάμε τους άλλους ανθρώπους για κάποιο λόγο, κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή κι ενώ όλα εξαρτώνται από μας για το πού θα πάμε και πώς, έρχεται η στιγμή που βλέπουμε ότι όλα έχουν πάρει τον δρόμο τους. Είτε το καταλάβαμε είτε όχι, τον περπατήσαμε αβίαστα.
Είτε λοιπόν ως μέρος ενός πλάνου είτε όχι, αν τώρα γνωριζόσασταν δε θα ήταν αλλιώς γιατί οποίοι κι αν γίνετε, όποιοι κι αν γίνουμε όλοι μας, αυτός ο αβίαστος δρόμος μεταξύ μας θα είναι πάντα ο ίδιος, σταθερός. Κι αυτό του το ακλόνητο θα έπρεπε να είναι κι η απόδειξη που χρειαζόμαστε για να παλεύουμε μόνιμα για όσα δε σκεφτήκαμε ούτε μια στιγμή «τι θα γινόταν αν».
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου