Μαζεύουμε από ‘δω, κόβουμε από ‘κει, διορθώνουμε από ‘δω, ράβουμε από ‘κει –στόματα και μπαλώματα ενίοτε–, παίρνουμε από ‘δω κι αφήνουμε από ‘κει. Κάνουμε λάθος στα σωστά και σωστά πάνω σε αυτά που δε φτάνουν καμιά φορά όλα τα σωστά του κόσμου να τα φέρουν στα ίσια τους. Έτσι στραβώνουμε εμείς, λυγίζουμε λίγο, καμπουριάζουμε όσο αντέχει το κορμί μας ή όσο μας είπαν ότι πρέπει να αντέχει, γυρνάμε απ’ την άλλη, στρίβουμε σε ‘κείνη τη μεριά, ξεδιπλωνόμαστε στην επόμενη. Εμείς οι μεγάλοι.
Όχι οι μεγάλοι και τρανοί. Όχι οι μεγάλοι και σπουδαίοι. Εμείς οι τόσοι ανώνυμοι που ο καθένας μας καίγεται κι ανάβει, πάνω στο δικό του φλεγόμενο άστρο, αυτό που φωτίζει τον κόσμο του κάποιες μέρες κι άλλες τον πνίγει στις στάχτες. Εμείς οι μεγάλοι. Οι μεγάλοι που μεγαλώσαμε και φτάσαμε πια σε εκείνη την ηλικία που την εμπεδώνεις όσο τη βιώνεις προσποιούμενος κάτι.
Αρχικά είναι οτιδήποτε. Μια μικρή ενόχληση στο δρόμο, μια λάθος κουβέντα στο σπίτι, μια ακαταλαβίστικη ανάσα στο τηλέφωνο, μια λέξη σφηνωμένη στο κεφάλι ενώ έχουμε ακούσει άλλες τόσες καλύτερες. Προσποιούμαστε ότι δε μας πείραξαν. Ότι δε μετράνε αρκετά ώστε να καταναλώσουμε θερμίδες, εγκεφαλικά κύτταρα και χρόνο για τη διευθέτησή τους.
Αν, δε, φτάσουμε και στο τερματικό σημείο να κάνουμε πως δε συνέβησαν και ποτέ, εκεί πια έχουμε πετύχει την υψηλότερη αξίωση της ηλικίας που διανύουμε. Της ενήλικης ζωής που χωρίς να την έβαλε κανείς, επιτάσσει να μετράμε για επιτυχίες το ότι οι οργανισμοί μας κάνουν τα στραβά μάτια στον κόσμο που γρονθοκοπεί, ανοίγει μύτες και βγαίνει σέρνοντας έξω απ’ την αρένα στο τέλος. Στο τέλος της κάθε μέρας.
Μη γελαστείς ότι εννοείται το τέλος των υποχρεώσεων, που μεγαλώνουν αναλογικά με την ηλικία. Δεν εννοούνται επίσης με αυτό ούτε οι καθημερινές υποχρεώσεις -λογαριασμοί, ενοίκιο, δουλειά. Εννοείται αυτή η μόνιμη υποχρέωση να αποδείξεις τι είναι ενήλικας με το να κρύβεις όσο καλύτερα μπορείς όσα συνθέτουν έναν άνθρωπο. Όχι, δε θα γίνει εδώ συγκινησιακή ανθρωπολογική μελέτη, κυρίως γιατί εμείς οι άνθρωποι φταίμε. Έχετε δει ποτέ κανένα σκύλο να μην κλαίει, να μην εκφράζεται, να μη μοιράζεται, να μη δείχνει όσα πονάνε, ενοχλούν ή όσα δεν περνάνε και να προσποιείται ότι όλα είναι καλά , γιατί έτσι ορίζει ο αριθμός της ενήλικης ηλικίας του;
Σίγουρα όχι. Γιατί οι σκύλοι ξέρουν αυτό που ξέρουμε κι εμείς αλλά και κάθε ζωντανός οργανισμός στη Γη. Ότι αν δε γίνονται όλα για μια αγκαλιά, σίγουρα όλα περνάνε με μια τέτοια. Κι οι άνθρωποι –οι πρωτοστάτες των ζωντανών οργανισμών, τρομάρα μας– γίναμε εξπέρ στο να προσποιούμαστε ότι δεν τη χρειαζόμαστε.
Τα πάμε καλύτερα όσο περνάνε τα χρόνια μας. Προσποιούμαστε καλύτερα σε όλους (ακόμα και στους αγαπημένους) χωρίς να χρειαζόμαστε πρόβα στον καθρέφτη. Φυσικά κι αβίαστα μας βγαίνει το ότι είμαστε καλά ενώ έχουμε δει το τέλος του κόσμου στα πόδια μας. Το τέλος του δικού μας κόσμου που αποτελείται από ένα μικρό τέλος τη φορά. Λίγο-λίγο, μέχρι το οριστικό.
Έτσι φεύγουν τα χρόνια κι εμείς πειστήκαμε ότι ωριμάσαμε γιατί δεν ξεσπάμε σε κλάματα στη μέση του δρόμου όταν το νιώθουμε, γιατί δεν ξερνάμε το θυμό μας όταν μας βγαίνει απ’ τα αφτιά και τη μύτη αλλά ποτέ απ’ το στόμα, γιατί σιωπήσαμε εκεί που θα έπρεπε να στολίσουμε με όλων των ειδών τις λέξεις όσα μας αφορούν.
Πάντα τα χρόνια, όμως, εκτονώνονται, ξεσπάνε και πατάνε πάνω σε ό,τι αγαπάμε. Γιατί τα χρόνια δεν ξέρουν από σταθμούς ενηλικίωσης και τις συνέπειές τους, ούτε καταλαβαίνουν απ’ το τι μας λένε να γίνουμε κάθε που κάνουμε «φου» στο κερί της τούρτας μας. Κι εμείς πάμε και γινόμαστε, λες και τελείωσαν οι επιλογές. Που και να τελειώσουν, δηλαδή, άνετα εφευρίσκουμε άλλες.
Σαν εκείνες τις άπειρες ιδέες κι επιλογές που είχε ο δεκαπεντάχρονος εαυτός μας και τώρα κάπου είναι στη γωνία και χειροκροτάει το θέατρο που πουλάμε για να πείσουμε εαυτούς κι άλλους ότι είμαστε καλά. Ή έστω καλοί. Κάποια βράδια από εκείνα που δεν έχει συμβεί και τίποτα βαρύ, αλλά βαραίνουν όλα εκείνα τα μαζεμένα –που πονέσαμε εμείς για να μην πληγώσουμε άλλους και πληγώσαμε για να προλάβουμε να μην πονέσουμε εμείς–, φτάνουμε στο πάτωμα να απολογούμαστε σε αυτόν τον έφηβο εαυτό.
Στραφήκαμε σ’ αυτόν τον εαυτό που μας έμαθε να αγαπάμε –μια φορά κι έναν καιρό που η προσποίηση ήταν κακό πράγμα, που σήκωνε μάλωμα– και τον παρακαλέσαμε να μας μάθει και να ξεχνάμε. Όχι όσα πονάνε, αλλά πώς γίνεται να προσποιούμαστε ότι (ενώ πονάμε) δεν πονάμε. Πάντα όμως –σε αυτήν την πιο κρυφή μας επιθυμία που εξομολογούμαστε μόνο σε αυτόν– μας λέει το ίδιο: Ότι δε γίνεται να ξεχάσουμε κάτι που δε συνέβη.
Είμαστε τόσο απασχολημένοι να βρούμε πώς να προσποιηθούμε για τον πόνο μας που δεν τον ζούμε και δε μας ζει κι ο ίδιος. Κι αν δε ζήσει κάτι, δεν πρόκειται να πεθάνει κιόλας. Να πάψει να υπάρχει. Κι όταν πάψει να υπάρχει δε θα υπάρχει και πια λόγος να προσποιούμαστε ότι δεν υπήρξε. Δε θα υπάρχει όντως, όπως όντως υπάρχουμε κι εμείς κι αυτό είναι από μόνο του ικανό να εντοπίσει αλήθεια και ψέμα. Κυρίως αυτό που λέμε στον εαυτό μας. Όσων χρονών κι αν είναι.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη