Έχω το κεφάλι μου γυρισμένο προς τα πάνω στο άδειο ταβάνι, ο καπνός που βγαίνει απ’ το στόμα μου θολώνει τη θέα προς το άσπρο κενό. Δεξί χέρι στο κρύο μαξιλάρι δίπλα μου. Το πιάνω από συνήθεια, δεν υπάρχει τίποτα εκεί.

Συνήθιζα να πιστεύω ότι το να ζεις με το πλεονέκτημα της ύστερης γνώσης, μετρώντας το δεύτερο γύρο σου στο γήπεδο της ιστορίας, παίρνοντας τα πράγματα απ’ την αρχή ακόμα μια φορά, θα σου έδινε κάποια μορφή σοφίας ή έστω απαντήσεις. Προσπάθησα να αποφύγω το επιδεικτικό ζευγάρωμα αυτή τη φορά, αλλά έπεσα πάνω του με τόση φόρα όσο ψάχνω να βρω κάτι γραμμένο στο ταβάνι τώρα, αλλά έχω ξεχάσει και τα βασικά. Ούτε γράμμα δεν υπάρχει εκεί πάνω.

Μόνο η κενότητα της αποπλάνησης του σαγηνευτικού «αυτή τη φορά θα πετύχει». Κι η αλήθεια της που έρχεται δεύτερη. Σαν τη δεύτερη φορά που γύρισες. Για την ακρίβεια κανένας ποτέ δεν ξεχνάει την αλήθεια, απλά με τον καιρό γινόμαστε καλύτεροι στο να λέμε ψέματα γι’ αυτή. Ξεκινάμε λέγοντας στους εαυτούς μας και πριν το καταλάβουμε τα έχουμε σκορπίσει τόσο φυσικά και στον υπόλοιπο κόσμο σαν αποτελέσματα προσθαφαιρέσεων στο κομπιουτεράκι. Μόνο που εγώ διαφωνώ με το αποτέλεσμα των πράξεων. Όλοι μου λένε ότι ο αριθμός «δυο» είναι το σωστό αποτέλεσμα σε όσα πρόσθεσα, όμως, εγώ βλέπω μόνο ένα στην εικόνα. Μόνο εμένα.

Όταν αυτός ο δεύτερος γύρος ξεκίνησε, δενσταματούσαμε ούτε για το ημίχρονο. Ήσουν στον αγωνιστικό χώρο συνέχεια. Μιλούσες, έδειχνες, εξηγούσες, φρόντιζες να με φτάσει εγκαίρως το νόημα που κουβαλούσες.

Τώρα είμαστε μόνο εγώ και το ταβάνι πάλι. Όπως και την πρώτη φορά. Τότε, όμως, απλά είχες φύγει, δεν ξαναγύριζες. Και δεν είσαι πουθενά να μετρήσουμε το σύνολο μαζί. Η απλά να εφεύρεις πάλι μεγαλόστομα επιχειρήματα για να πάψω να σκέφτομαι ότι το ένα κι ένα δε μας κάνει ένα τελικά. Ευσεβής πόθος μεγαλύτερος του συνόλου, ε;

Λένε ότι οι δεύτερες ευκαιρίες είναι σπάνιες. Εγώ πιστεύω ότι πάντα οι πρώτες ήταν δυσεύρετες. Οι δεύτερες είναι επιλογές και κρίνονται απ’ την απουσία απαντήσεων που με κυκλώνει και την παρουσία όσων κάνουν εσένα να απουσιάζεις.

Δειλά προσευχήθηκα να μπορούσα να πάω πίσω εκεί όπου ο έρωτας –ή όπως αλλιώς το λένε αυτό που δε με αφήνει να κοιμηθώ– κρατάει τους εραστές ξύπνιους γιατί ο χτύπος της καρδιάς τους κάνει πολύ θόρυβο, για το όραμα να φτιάξουν ένα νέο κόσμο μέσω αυτής. Εκεί όπου οι εραστές σκεφτόταν μόνο πώς να μείνουν και κανείς δεν τάιζε το πιο ενοχικό του κομμάτι με πηγαινέλα.

Έμεναν για τον έρωτα, δημιουργούσαν απ’ τον έρωτα, ζούσαν για τον έρωτα κι αυτό είχε απόλυτο νόημα στη ζωή τους. Αυτό κινούσε τη ζωή τους. Ίσως τελικά να είναι σημάδι των καιρών μας, τόσο ρηχοί, τόσο τα έχουμε δει όλα, τόσο έτοιμοι να τα παρατήσουμε πριν μας παρατήσουν αυτά.

Ίσως πάλι να ήμουν εγώ και οι ροζ ιδέες μου για την αξία της δεύτερης φοράς. Ίσως ήταν η διαφορά που νόμιζα ότι θα κάνει αυτή η φορά ενώ δεν έκανε καν θόρυβο να δηλώσει πως θα αντέξει. Ίσως να είναι αυτή η αναπάντητη ερώτηση –μια απ’ τις πολλές– «για ποιον γύρισες, τελικά;», που στεφανώνει με επιτυχία σε όσα γυρνάς το βλέμμα χωρίς απάντηση κι εσύ.

Ίσως να είναι το άδειο ταβάνι που έφερε μεγαλύτερο άδειασμα εδώ γύρω. Ίσως να μην ήταν τίποτα από όλα αυτά, αυτή τη φορά. Ίσως να μην ήταν για μας αυτή τη φορά. Ίσως να μην ήμασταν εμείς καμία φορά.

 

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη