Τα μάτια μου τριγυρνάνε στο δωμάτιο. Περιστρέφονται γύρω απ’ τα έπιπλα, τους τοίχους και τον εαυτό μου. Καθώς προσπαθώ να ορίσω την ύπαρξή μου ανάμεσά τους, έχω τα μάτια μου ορθάνοιχτα να μαρκάρω τη θέση μου. Κι όμως, δε βλέπω τίποτα. Δεν υπάρχουν. Γυρίζω το κεφάλι μου απ’ την άλλη.
Πιέζω τον εαυτό μου να βγει έξω από αυτή τη φούσκα. Αυτή την παραίσθηση που έχει σταθεί πάνω στα μάτια μου. Δεν είναι αληθινά. Δε θα μπορούσαν να συνεχίσουν να είναι από όταν έφυγες. Ξανακοιτάζω γύρω μήπως ξέχασες κάτι και θα γυρίσεις να το πάρεις, όμως, οι ευσεβείς πόθοι ποτέ δεν άνοιξαν καμιά πόρτα.
Πεισματικά, προσπαθώ να δραπετεύσω από αυτό το αποκύημα φαντασίας. Το φως μου παίζει παιχνίδια. Έξω από ‘δω είναι εκεί που ανήκω. Εκεί που ανήκουμε. Εκεί στην αρχή μαζί σου. Σε κάθε καλημέρα που ψιθύριζες όσο δενόμασταν ο ένας στο κορμί του άλλου σαν φιόγκος κι απλά πέφταμε πάλι για ύπνο. Δε ήταν αναγκαίο να αδράξουμε τη μέρα. Ήταν αρκετός θρίαμβος και μόνο που ήμασταν μαζί. Αναλογίζομαι αν έχω κολλήσει στη μέση, νιώθοντας τρόμο να αντιμετωπίσω ότι αυτό ίσως είναι το τέλος. Περνάω αυτές τις φωνές στο κεφάλι μου για πραγματική γνώση. Επίμονα προσπαθώ να δω αν μπορώ να φτιάξω τα πράγματα με τον εαυτό μου και να κάνουμε μια αληθινή συζήτηση μεταξύ μας. Αλλά δεν έχουμε πολλά να πούμε, ξέρουμε την αλήθεια. Τη δική σου αλήθεια.
Καθώς επαναλαμβανόμενα συνειδητοποιούμε αυτό που ήδη ξέρουμε ο εαυτός μου κι εγώ, σκέφτομαι όλες τις πιθανές συζητήσεις μαζί σου που θα σε έκαναν να σκάσεις σαν μπαλόνι τις παραισθήσεις μου. Ένα κόκκινο πρησμένο μπαλόνι που πέφτει κατακόρυφα απ’ τον ουρανό τινάζοντας από πάνω του τη σκόνη. Την κουβαλούσε απ’ τη μέρα που το έβγαλες απ’ την ντουλάπα. Παρ’ όλα αυτά καταλήγω μόνο στις λέξεις «Γύρνα πίσω σε μένα». Τις ψιθυρίζω, τις ψελλίζω, τις ουρλιάζω, τις αρθρώνω και τις κλαίω, αλλά η πραγματικότητά μου παραμένει μια μίμηση ζωής. Οι ελπίδες κι οι προσευχές μου με έχουν ρεζιλέψει μπροστά σε μια κόκκινη τρύπα αέρα.
Οι συνθήκες που ζητάμε απ’ τον Θεό να αλλάξει είναι τελικά αυτές που ο Θεός χρησιμοποιεί για να αλλάξει εμάς. Έχω γίνει διαφορετική. Έχω κάνει μια αργή και παλλόμενη μετάβαση σε μας. Κι εκεί είναι που θέλω να γυρίσω πίσω. Κι εκεί είναι που θέλω να σε γυρίσω και σένα. Γι’ αυτό βοηθά με.
Βοήθα αυτό τον αιωρούμενο χαρταετό που έχω κάνει κρεβάτι μου και στροβιλίζει κάνοντας θόρυβο πάνω από όσα δε θέλω να ακούσω. Μέχρι να πέσει κατακόρυφα και πανωλεθρικά στη δική μου φωνή και στους μονολόγους που χώνω κάτω απ’ το στρώμα. Θέλω να προσγειωθώ στις μύτες των ποδιών σου και να βαδίζω στη φωτιά σου πάλι.
Υπάρχει κάτι αιώνια ανακουφιστικό στο να ξέρω ότι μπορώ να αντλήσω ζεστασιά απ’ το κορμί σου όταν απ’ τον εχθρικό χειμωνιάτικο αέρα προσγειώνομαι στο κρεβάτι μας. Μου φτάνει αυτό για να νικήσω τις παραισθήσεις. Μου φτάνει για να κρατηθώ και σε έναν ρεαλισμό που ποτέ δεν είχα σε εκτίμηση.
Να κρατηθώ από μια ελάχιστη μερίδα ζωής. Αυτής που πανηγυρίζει όταν γυρίζεις πλευρό βλέποντας άλλο ένα όνειρο. Αυτής που βρίσκει το νόημά της όταν νοσταλγούμε μαζί το μέλλον χαζεύοντας το ταβάνι, σκεπτόμενοι πως θα το κάνουμε να βγει. Την αληθινή μερίδα που επαληθεύτηκε με την απουσία σου.
Προσπαθώ να κατανοήσω από αυτή την αόρατη ουσία αερίου που κυκλώνει τη Γη κι απ’ την ατμόσφαιρα που με περιστοιχίζει κάθε σκέψη που έκανες, κάθε πράξη που απέδειξες, κάθε λέξη που εννόησες και να δώσω νόημα στο κενό της φούσκας μου. Γι’ αυτό πρέπει να επιστρέψεις.
Οι λέξεις θα επιστρέψουν μαζί σου, η ακοή του Θεού θα επιστρέψει μαζί σου, η πλευρά μου στο κρεβάτι θα επιστρέψει μαζί σου, η ζωή που δραπέτευσε απ’ την πραγματικότητα θα επιστρέψει μαζί σου. Δεν είμαι σίγουρη ότι πιστεύω σε όλα αυτά, όμως. Τα έχω αμφισβητήσει όλα όσο και την ύπαρξή μου. Ωστόσο πιστεύω σε σένα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη