Από όλα τα όμορφα πράγματα που έχεις δει, από όσα ακόμα έχεις αγγίξει και σε άγγιξαν, από όσα γεύτηκες στη γλώσσα και η επίδρασή τους στάθηκε στην καρδιά, από όσα λαχταράς να ομορφύνεις ή έχεις την προσδοκία ότι θα ομορφύνουν εσένα αν συναντηθείτε, από όσα πήρες λίγη ζωή και σου έδωσαν και άλλη πίσω, από όσα σε αγάπησαν και ανταπέδωσες το αλισβερίσι -γιατί ήταν το μόνο που είχε νόημα-, από όσα όμορφα είπες εν τέλει απαντώντας σε κάτι ακόμα πιο όμορφο ή απλώς για να την έχει την κουβέντα φυλαχτό μαζί του ο παραλήπτης, να ξέρεις τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν όμορφο.
Δεν ήταν όχι για το αιώνιο κλισέ -που ευτυχώς που υπάρχει και ξέρουμε πού πατάει και κανένα συναίσθημα, γιατί έχουν την τάση να ‘ναι στον αέρα- ότι εμείς αποδίδουμε την ομορφιά στα πράγματα, εμείς είμαστε οι υπεύθυνοι για το νόημα και την ονοματοδοσία τους, εμείς τελικά κυβερνάμε και το συναίσθημα που τα χαρακτηρίζει. Όχι για αυτό. Γιατί όντως δεν είναι. Στη βάση του το κάθε πράγμα, το κάθε αίσθημα, η κάθε κατασκευή, η κάθε κατάσταση, η κάθε μας εναλλαγή και στασιμότητα είναι άσχημα. Όχι επίσης με την κλασική έννοια της ασχήμιας, που έχουμε πειστεί ότι υπάρχει κάποιος μας κάνει μια τεράστια φάρσα και εμείς την χάψαμε. Αλλά γιατί έχουν όλα κόπο και διαδικασίες μέχρι να τα χωνέψουμε, να τα εδραιώσουμε, να βρούμε τη χρησιμότητά τους, να μπορέσουμε να τα ανταποδώσουμε. Ενίοτε έχουν ατέλειες και ελλείψεις τόσες πολλές που πρέπει να ξεκολλήσουμε κομμάτια από το «είναι» μας για να ολοκληρωθούν και να μοιάζουν με σχήμα της προκοπής. Της ίδιας προκοπής που θέλουμε να έχουν στη ζωή μας γενικά εν τέλει.
Καμία φορά είναι αστεία, έως γελοία, ξέρουμε ότι δε μας κάνουν σε βαθμό σοβαρότητας και αφοσίωσης, ξέρουμε ότι δεν είναι για μας, έχουμε προαίσθημα για το τέλος της διαδρομής τους και ακόμα παλεύουμε να τα σουλουπώσουμε. Γιατί εκεί βρίσκεται όλο το νόημα, αν τελικά υπάρχει και αυτό -και δεν είναι όλα όπως και η ζωή μας, η κάθε μας μέρα μια τεράστια πλάκα-, στην αναγνώριση της ασχήμιας τους, στην ταυτοποίησή τους με κάτι που δεν είναι ιδανικό, ούτε καν πλησιάζει το ιδεώδες και σε καμία περίπτωση δε φέρνει καμίας όμορφης εικόνας που είχαμε στο κεφάλι και την καρδιά μας. Εκεί είναι όλη η ουσία, στο να παραδεχτούμε την ασχήμια τους για να δούμε στο τέλος την αλήθεια τους.
Γιατί αν δεν είναι αληθινά ίσως και να υπάρχουν για καμπόσο στο μυαλό και στην καρδιά μας, αλλά ποτέ δε θα τρυπήσουν την ψυχή μας. Αυτό το τρίτο επίπεδο που πάντα ξέρεις ότι κάτι κάνει για σένα, σε εκείνο το τρίτο κρυφό μέρος που έρχεται και κάθεται με όλη του την ασχήμια, τη διαδικασία, τον κόπο και το ασχημάτιστο και σου ισιώνει το κορμί τη μέρα και τη ζωή. Εκεί μέσα που τα πάντα είναι μια μόνιμη αλήθεια. Δεν υπάρχουν ωραία σχήματα, γλυκές λέξεις, θαυμαστικά και ιδανικά, μόνο εσύ και αυτό -ή αυτά- τα αληθινά και κοιτάτε μόνιμα προς την πλευρά που η ζωή κυλάει, γιατί τελικά για αυτό κατάφεραν και τρύπωσαν με την ασχήμια τους στην ψυχούλα σου, για να σε βοηθήσουν να τα βγάλεις πέρα με αυτή. Έτσι, αν κάνουν κάτι ομορφότερο, αν ασχοληθούν με την ομορφιά και τα στάνταρ της, αυτό θα είσαι εσύ.
Θα το καταλάβεις όταν θα χαμογελάς πιο πολύ μόνιμα όμως με μια εξάντληση από τον κόπο, το ασχημάτιστο, την αναζήτηση χρησιμότητας και τον επόμενο κόπο που ξέρεις ότι θα έρθει. Γιατί ο άσχημος ο κόπος που κάνετε μαζί με αυτό το σχήμα, τον άνθρωπο, το συναίσθημα είναι ο μόνος που θα κουμπώνει πάνω σου τελικά. Εκεί θα δεις, γιατί οι άλλοι δεν πέτυχαν εκεί θα δεις και γιατί με την καρδιά και το μυαλό σου όλα σε εγρήγορση και σωστή λειτουργία δεν πέτυχες ούτε εσύ. Για αυτό να πηγαίνεις πάντα προς την αλήθεια, όλο και προς τα μέσα, όλο και πιο βαθιά στο άσχημο, το δύσκολο, το προορισμένο για το τελευταίο οχυρό της ψυχής και της ύπαρξης σου. Για το πιο αληθινό. Αυτό που είναι για αυτούς που θέλουν να τα βρουν με τη ζωή και όχι απλώς να την αφήσουν να περάσει.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.