Ξοδεύεται ξανά –κι εσύ μαζί του– εκείνο το κομμάτι εαυτού κι ύπαρξης που νόμιζε ότι τα ‘χει δει όλα. Που νόμιζε ότι είχε ζήσει τις εκδοχές όλες, και τις επικρατέστερες και τις αναπληρωματικές, κι η καθεμία από αυτές είχε τη λογική της μέχρι το τέλος. Είχε καμία φορά μεγαλύτερη ή μικρότερη συλλογιστική πορεία μέχρι να φτάσει να κόψει την κορδέλα στον τερματισμό, αλλά πάντα έβγαζε νόημα, όσο ξεδιπλωνόταν σαν χάρη από οτιδήποτε κυβερνάει το σύμπαν και τους γεμάτους νόημα κανόνες που το διέπουν, για να κοιμόμαστε χωρίς ανησυχίες και «πώς;» και «γιατί;».
Όλα τακτοποιημένα και με τις εξηγήσεις τους. Σε ό,τι μας έτυχε, σε ό,τι του τύχαμε εμείς, σε ό,τι συνέβη, σε ό,τι έμεινε ή έφυγε, σε ό,τι δε συνέβη γιατί δεν ποθήσαμε –και πήγε για αύριο, που έγινε ποτέ– ή σε ό,τι ποθήσαμε κι η μπίλια στη ρουλέτα όχι μόνο δεν έκατσε σε μας, αλλά μας έβαλε και τρικλοποδιά, όταν έπεσε μπροστά στα πόδια μας.
Πέσαμε κάτω, το χτύπημα μας ξάφνιασε, τα αίματα μάς θύμωσαν, η απροσεξία μας μάς εξόργισε, όσοι γελούσαν κι όσοι αδιαφορούσαν γύρω μάς ντρόπιασαν, όμως όλα έβγαζαν νόημα, όλα εξυπηρετούσαν τον σκοπό τους σε μία λογική ή και σε περισσότερες, που η αλήθεια ήταν ο μόνος δρόμος, όσα δυσβάσταχτα ή αδιάφορα κι αν κουβαλούσε, γιατί –πολύ απλά ή και πολύ σύνθετα– η λογική της νικούσε τα πάντα. Όχι μόνο το πόσο πολύ αλήθευαν τα γεγονότα, αλλά και πόσο πολύ νόημα έβγαζαν.
Όταν, όμως, το νόημα δε βγαίνει, γιατί δεν ήταν προορισμένο και να βγει, όταν η λογική εξήγηση καταργεί και το λογικό περιεχόμενο, όταν η αλήθεια –όχι η δική σου ούτε του άλλου αλλά αυτή η γενική, η μία και μοναδική– δεν ανταποκρίνεται σε όσα προσδοκάς ότι θα προσφέρει μια αλήθεια στο πέρασμα και στην εγκατάστασή της, τότε εκείνο το κομμάτι του εαυτού, μαζί με το άλλο που ‘στειλες να το βοηθήσει, μαζί με όλες τις δυνάμεις που θα χρειαζόταν για το νόημα, και τώρα δεν ξέρουν προς τα πού να πάνε στην απουσία του, και κοιτάνε την απουσία της λογικής σαν φοβισμένα ποντίκια, φτάνει να καταναλώνεται πια. Να ξοδεύεται και να τρώγεται απ’ το ίδιο το σώμα που το δημιούργησε και ζει μέσα του.
Γιατί η αλήθεια δε θα βγάζει πάντα νόημα. Δε θα ακολουθεί κανένα νόμο λογικής εξήγησης. Δε θα ‘χει κανενός είδους φυσιολογική συλλογιστική, κι απλά θα ‘ναι αυτή η μία και μοναδική αληθινή διάσταση που θα ‘ρθει και θα κατσικωθεί χωρίς σειρά ή ικανοποιητική εξήγηση στον κόσμο σου. Εν τέλει, θα καταλήξει να τον εξουσιάζει, όχι τόσο για την αλήθεια αλλά για το ανεξήγητό της.
Γιατί δεν είμαστε προγραμματισμένοι οι άνθρωποι, δεν ανταποκρίνονται οι ρυθμίσεις μας από γεννησιμιού μας, να μη βγάζουμε νόημα στην αλήθεια. Παλεύουμε μια ζωή να τη φτάσουμε, να τη μάθουμε. Ακόμα κι αν τη φοβόμαστε, ακόμα κι αν δε μας συμφέρει, κάποια στιγμή, την αναζητάμε, όπως τον πρώτο καφέ το πρωί, για να μας ξυπνήσει οριστικά κι αμετάκλητα. Κι όταν πια δε βγάζει νόημα, δεν έχει λογική εξήγηση, αλλά εξακολουθεί να ‘χει αληθινή και γνήσια υπόσταση, έχουμε φάει, μασήσει και καταπιεί όλον εκείνον τον εαυτό που την περίμενε για να λυτρωθεί. Δεν υπάρχει κανενός είδους σωτηρία, παρά μόνο ένα νέο είδος χάους που ευτυχώς είναι μεγάλο και χωράμε να κρυφτούμε μέσα του.
Γιατί δε χωράμε πια στα ρούχα μας, στο σπίτι μας και στην υπόστασή μας. Δεν ήμασταν φτιαγμένοι γι’ αυτό, και ντρεπόμαστε που παρακαλέσαμε να ‘ναι όλα ψέμα, παρά αυτή η αλήθεια, που δεν εμπίπτει στη λογική μας και δεν εξηγείται με όλο το λεξιλόγιο που προοριζόταν γι’ αυτή. Γιατί όλες οι λέξεις ήταν φτιαγμένες για το νόημά της. Ήταν κατασκευασμένες και φυσικές για τις εξηγήσεις, και στην απουσία τους απουσιάζουμε κι εμείς.
Δεν έχουμε δώσει εντολή να μας αφήσουν μήνυμα να το δούμε, όταν επιστρέψουμε, γιατί δεν ξέρουμε από πού είναι αυτό. Δεν ξέρουμε από πού γυρνάς, όταν η αλήθεια δε βγάζει νόημα. Καταλήγουμε, λοιπόν, στη θολούρα του ανεξήγητου αλλά καθόλα αληθινού, να δυστυχούμε κι άλλο, όχι τόσο που δε βγάζουμε νόημα –ματώνει ελεγχόμενα αυτό το αγκάθι–, όσο που πιάσαμε κάπου, σε κάποια τρομαγμένη συχνότητα μέσα μας, ότι αν το νόημα κι η αλήθεια δεν πάνε πάντα μαζί, το μεγαλύτερό μας ψέμα όλων των εποχών είναι που νομίζουμε ότι πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στα δύο για να μην ξοδευτούμε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη