Θέλουμε σώνει και καλά να μας ανήκει η γνώση. Γι’ αυτό τα κάνουμε όλα. Από τα απλά βαρετά που γυρίζουν ανεπαίσθητα μέχρι και με την άκρη των δαχτύλων μας, μέχρι τα μεγάλα, τα μοιραία που δε μετακινούνται όσο και όπως και αν τα αγγίξουμε. Τη θέλουμε όλη δική μας τη γνώση. Να λύνει γρίφους, να εξηγεί τα αυτονόητα και τα απίστευτα με τον ίδιο ρυθμό, να κάνει ερωτήσεις και να μπαίνει στον κόπο να τις απαντάει και οι απαντήσεις να μην θέλουν μεγεθυντικό φακό. Να φαίνονται και με το γυμνό, άπειρο μικρό μας μάτι. Θέλουμε να την κατακτήσουμε σαν να κατάφερε ποτέ κανείς να δαμάσει τη θάλασσα, να εμφιαλώνει τα κύματα και να πουλάει τα μπουκάλια στη λαϊκή ή και στο περίπτερο, ανάλογα σε πόσους ακόμα θέλουμε να εξαπλώνεται η κατάκτηση μας.
Για αυτό τα κάνουμε όλα, για να έχουμε να λέμε -στον εαυτό μας πρώτα από όλους- ότι εκεί που πάμε, σε κάθε μας πορεία -εσκεμμένη ή και άσκοπη- κάτι βρήκαμε. Όπου έπεσε το μάτι μας βρήκε στόχο. Είτε ήταν άνθρωποι, καταστάσεις, εμπειρίες, ελπίδες, τα «αύριο» και τα «τώρα», τα «μίλα» και τα «μην πεις λέξη», τα «σε θέλω» και «δε θέλω τον εαυτό μου», εμείς τα είδαμε, μας είδαν και τα πιάσαμε όλα. Δεν περιπλανήθηκε η μάτια μας, δεν έτσουζαν οι βλεφαρίδες μας, δεν τρεμόπαιξαν και δεν αναποδογύρισαν οι κόρες των ματιών μας, με τη μία βρήκαμε όσα ψάχναμε. Λες και καταγόταν από την όραση. Λες και η γενετήσια καταβολή τους καθοριζόταν από το βλέμμα μας και περίμενε τα μάτια μας να δώσουν το σήμα για να αποκτήσει νόημα η ύπαρξη τους. Κανονικά για κάθε τέτοια στιγμή που νομίζουμε ότι όντως βρήκαμε κάτι, γιατί μας το επαλήθευσε η όραση ότι είναι όντως αυτό, θα έπρεπε από όλα τα σύννεφα από πάνω μας να ρίχνει τέτοιο ειρωνικό γέλιο που να ξεσπάει σε κεραυνούς και σταγόνα σταγόνα η βροχή από ξεκαρδισμένα δάκρυα να μας κάνει μούσκεμα.
Γιατί άμα στεγνώσει η βροχή και τεμπελιάζουμε στον ήλιο γυρνάμε συνειρμικά -σαν επιδερμική ανάμνηση που δεν πάει παραμέσα όσο και να την τρύπας- σε εκείνο. Ό,τι απάντηση και να ψάχνεις, είναι εκεί που δεν κοιτάς. Λίγο μας ενοχλεί η υγρασία στα κοκκινίλα και ξαναθυμόμαστε, κατά τα αλλά συνεχίζουμε με την ίδια αυθάδη σιγουριά ότι εμείς ξέρουμε τι είναι αυτό που ψάχνουμε και πού να το βρούμε. Έτσι, πάλι θα βραχούμε και θα μουλιάσουμε στην ίδια την ειρωνεία της ύπαρξής μας, ότι όσα λαχταράμε φτιάχτηκαν για να εντοπίζονται, να κόβονται και να κατανέμονται και εν τελεί να βιώνονται, όπως μας καπνίσει εμάς. Δικά μας είναι, εμείς τα βρήκαμε, όπως θέλουμε θα τα χειριστούμε. Και πάλι από εκεί που δεν κοιτάς σε καταποντίζει η γνωστή βροχή της ειρωνείας, γιατί αν δεν έχεις μάθει ακόμα πως όσα ψάχνεις να απαντήσεις και όσα λαχταράς -πακέτο μαζί τους μπορεί να δημιουργήθηκαν από σένα- αλλά τα καθέκαστα τους είναι σκορπισμένα στο σύμπαν.
Και για να φτιάξεις κάτι συγκεκριμένο που να μπορείς να κουβαλάς και να αντέχεις, πρέπει να μάθεις να κοιτάς και εκεί που δεν αντέχεις. Εκεί που δε θα πήγαινες σε άλλη περίπτωση, εκεί που ξέρεις ότι δεν είναι για σένα, εκεί που το πείσμα σου δε φτάνει και ο φόβος σου περισσεύει, εκεί που είσαι αξιολύπητος και αξιοζήλευτος μαζί, γιατί όσα έκανες και να τα διηγηθείς στους άλλους τα θαυμαστικά τους ίσως να είναι επειδή δεν κατάλαβαν τίποτα. Ούτε από σένα, ούτε από πού έψαχνες, ούτε γιατί στο καλό σου καρφώθηκε με τέτοια μανία να το ψάξεις και να το απαντήσεις. Χτύπα τους στον ώμο φιλικά και συνέχισε να ψάχνεις.
Έτσι και αλλιώς όλα τα ταξίδια μοναχικά είναι, οι άλλοι είναι απλώς ντεκόρ, να μη λέμε ότι κάναμε τόσο δρόμο, ότι φτάσαμε τόσο μακριά μετά από τόσο χρόνο και κόπο χωρίς μια δεύτερη φωνή πέρα από τη δική μας, μια κάποια άλλη ανάσα, ένα ακόμα γέλιο, μια ακόμα καρδιά ή και ένα ακόμα σκίσιμο της. Να τους θες όταν επιστρέφεις ή όταν μένεις κάπου ριζωμένος, αλλά ποτέ να μην τους χρειάζεσαι. Γιατί έτσι ίσως μια μέρα ή μια νύχτα που φοβάσαι ότι ίσως δεν ξημερώσει ή ξημερώσει χωρίς να καταλάβεις πως πέρασε η νύχτα, η εβδομάδα, ο μήνας, η ζωή, να τους ζητήσεις την άδεια ή την έγκριση για να πας εκεί που δεν κοίταξες, να χαρτογραφήσεις αυτό που δε σκέφτηκες ποτέ, να δαμάσεις αυτό που σε έπνιξε και να απαντήσεις σε αυτό που το ερωτηματικό που είναι όσο η σκιά σου.
Ίσως τη ζητήσεις, γιατί δεν μπορείς άλλη μοναξιά, ίσως γιατί δεν εμπιστεύεσαι πια το μυαλό σου, ίσως για να δοκιμάσεις να μοιραστείς κάτι, ίσως γιατί πάλι μόνο αυτό θα έχει νόημα. Όμως μην το κάνεις. Μην το κάνεις ούτε και με τον εαυτό σου. Όταν όλα τα αλλά εξαντληθούν θα έχει μείνει μόνο αυτό που δεν έκανες να τολμήσεις για να δεις φως που δεν τολμούσες ούτε να σκεφτείς. Γι’ αυτό προχωρά προς τα εκεί, χωρίς σκέψη άδεια, προκαθορισμένα και επιθυμίες. Προχωρά σε αυτό που δεν κοίταξες ξανά, στο απερίγραπτο, στο αδιανόητο ή σε αυτό που ήταν πάντα δίπλα και πάντα αγνοούσες και μετά μόνο μετά κάτσε και πες το στους άλλους και σε σένα. Άλλωστε πάντα πρώτα πάει η ερώτηση και μετά η απάντηση.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.