Συνήθως δεν το παραδεχόμαστε γιατί μας έχει γίνει τόσο βίωμα, το έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ, είναι τόσο εμποτισμένο στις πράξεις, στις κινήσεις και στην καθημερινότητα ή ακόμα και στο σπάνιό μας, που ξεχνάμε και πώς μοιάζει. Ξεχνάμε και να το αναφέρουμε ότι όντως είναι έτσι. Ξεχνάμε πως περνάει ανάμεσά μας και κάνει το σχήμα του διαγράφει την πορεία του, το ξανακάνει πάλι και πάλι, ώσπου για ακόμα μια φορά να εμποτιστεί και να μείνει χαραγμένο στο σήμερα, στο αύριο, στο τώρα που ζούμε. Στο τώρα που θα φτιάξουμε. Στο τώρα που θα ‘ρθει να μας βρει χωρίς να το καταλάβουμε.
Αυτό το φάσμα μέσα απ’ το οποίο περνάνε όλα όσα ζούμε δεν είναι τίποτα άλλο από κύκλος μέσα σε κύκλο. Κάποιοι είναι δαχτυλίδια που τα φοράμε για να τα δείξουμε∙ γύρω τους να περιστρέφεται ό,τι μας γεμίζει και μας κάνει να νιώθουμε οικεία, κι εμείς να το πάμε από μέρος σε μέρος σαν να μοστράρουμε το πόσο καλά περνάμε σπίτι μας. Άλλοι κύκλοι, πάλι, είναι θηλιές κι ο πόνος τους εκεί να μας μελανιάζει γλυκά τον λαιμό ή το σώμα, λίγο πριν μας πεθάνει τελείως ο στροβιλισμός γύρω μας, μας ξεγελάει με την οικειότητα που έχουμε, με το γνώριμο που πάλι και πάλι θέλουμε να ζήσουμε, ακριβώς επειδή το ξέρουμε απ’ έξω κι ανακατωτά, κι έτσι μας πνιγεί κι άλλο λίγο με τη θέλησή μας.
Άλλοι είναι φούσκες που δε σκάνε ποτέ, αιωρούνται σε κάθε όνειρο που λέμε πως θα αγγίξουμε. Άλλοι είναι μηδενικά που δεν αυξάνουν την αξία κανενός. Άλλοι είναι πανσέληνοι για όλα τα κρυμμένα αστέρια που δεν έπεσαν για καμία ευχή κι εκείνα για αυτές που πραγματοποιήθηκαν, όταν πια τις είχαμε ξεχάσει.
Από οποία κατεύθυνση κι αν ξεκινάνε κι όποιο κέντρο κι αν καταλαμβάνουν, τους αγαπάμε όσο το εγώ μας, γιατί το καθορίζουν. Είναι βαθιά στη φύση μας να κάνουμε κύκλους γύρω από εαυτούς κι αλλήλους και να μας φαίνεται μια συνηθισμένη κανονικότητα. Είναι τόσο στο αίμα μας να αποζητάμε μονίμως το γνώριμο, αυτό που ξέρουμε όλοι την πορεία και τις στάσεις του, που δε στεκόμαστε μια στιγμή να σκεφτούμε πόσο λατρεύουμε την επανάληψη αυτή.
Και γιατί, όμως, να κάτσουμε να το αναλογιστούμε; Αφού μας λατρεύει κι αυτή. Γιατί δεν έχει ανάλυση. Δεν έχει κρυφό νόημα κι ανάγκη αποκωδικοποίησης. Αφού το ξέρεις, δεν το σκαλίζεις. Κάπως έτσι κάνουμε πάντα τα ίδια σωστά πατώντας στα ήδη χαραγμένα βήματα. Κάνουμε τα ίδια λάθη, γιατί δεν έχουμε ιδέα πόσο θα πονέσουν τα καινούργια. Μας αρέσει ακόμα το ήδη δοκιμασμένο, αυτό που ξέρουμε από παλιά, από πάντα, που δε μας περνάει απ’ το μυαλό τι γεύση θα είχε το καινούργιο.
Είμαστε ήδη στη ζώνη της λογικής που περισσεύουν οι περιγραφές για το μέγεθος της παγίδας που έχουμε πέσει. Γιατί ξέρουμε το σχήμα και μας φτάνει αυτό. Ολοστρόγγυλο σαν τα μάτια μας, που κάνουν ότι δε βλέπουν έξω απ’ την επανάληψη και σαν το ήλιο, που μας έκαψε το πρόσωπο και το φέραμε σαν δικαιολογία.
Δικαιολογία ενίοτε και γονιδιακής προέλευσης. Ότι και καλά όλη αυτή η επανάληψη είναι στα γονίδιά μας κι είμαστε καταδικασμένοι να τη ζούμε και γι’ αυτό ας την αποδεχτούμε κι ας την υποδεχόμαστε κάθε φορά σαν την πρώτη. Δικαιολογία ότι η καταβολή του ανθρώπου είναι προγραμματισμένη για συγκεκριμένα νέα πράγματα και πρέπει στα γρήγορα να τα κάνει παλιά, γιατί εκεί δουλεύουν σωστά οι εργοστασιακές της ρυθμίσεις.
Άραγε, να το ξέρει η επιστήμη που μελετά τα γονίδια και την κληρονομικότητα, να το ξέρουν τα εργοστάσια, που βγάζουν εγχειρίδια για όλες τις μηχανές ανθρώπινες και τεχνητές, πόσο δειλοί είμαστε; Πόσο φοβόμαστε αυτό που έρχεται από αλλού; Πόσο ανέτοιμοι είμαστε για όλα; Πόσο τρέμουμε το έξω από μας και κάνουμε μόνιμα κύκλους, ενώ υπάρχουν τόσα σχήματα κι ασχημάτιστα εκεί έξω; Αυτό κι αν δεν το παραδέχεται κανείς.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη