Εμείς οι άνθρωποι δεν υπάρχει κάτι που να λαχταράμε περισσότερο απ’ την ελευθερία. Απ’ την πρώτη στιγμή που παίρνει μπρος η αντίληψή μας, μέχρι και την τελευταία μας, ξέρουμε όλους τους περιορισμούς –δικούς μας και ξένους– κι αν δεν μπορούμε να τους εκμηδενίσουμε, λαχταράμε έστω να τους μειώσουμε.
Στις πιο προσωπικές μας σχέσεις, σε αυτές που είμαστε γυμνοί σώμα και πνεύμα, πολλές φορές, εκεί θέλουμε να κατακτηθούμε και να κατακτήσουμε. Να θέσουμε τον άλλον (και με τη σειρά του κι εκείνος εμάς) στο πλαίσιο του μυαλού, της ζωής, του δρόμου αλλά και του κορμιού μας. Με αυτές τις αντιφάσεις κι άλλες τόσες, ενώ τα πάντα λίγο-πολύ έχουν να κάνουν με το σεξ (ή με τους συνειρμούς του) στη ζωή, το ίδιο το σεξ έχει να κάνει με τη δύναμη. Γι’ αυτό και γίνεται από σώματα γυμνά, χωρίς να κουβαλάνε άλλα όπλα, αποκομμένα κι απ’ τον άλλο κόσμο, να μην τους σιγοντάρει ούτε αυτός.
Κορμιά μόνα και συγκεκριμένα να βαθαίνουν το ένα μέσα στο άλλο χωρίς τελειωμό ή διέξοδο. Γι’ αυτό και πάντα αυτή την κατάκτηση του κορμιού –κι ό,τι έχει προηγηθεί ή θα επακολουθήσει αυτής– την έχουμε τόσο ψηλά, όσα άλλα και να ‘χουμε καταφέρει σπουδαία. Γιατί το σεξ –χωρίς ερωτήσεις κι άβολη ανάλυση για το οξύμωρο της ύπαρξής μας– μας αποδυναμώνει και μας κατακτά, και το μόνο που απαιτεί είναι η δύναμή μας –όπως και του άλλου– να επιβληθούμε, να αφήσουμε το σημάδι μας σε σώμα και πνεύμα ξανά.
Όμως, όσο κι αν λαχταράμε την κατάκτηση, δε θέλουμε επ’ ουδενί τους ακολούθους της, και την ώρα του σεξ το μόνο που μπορεί να μπει ανάμεσα σε μας και στην εμπειρία είναι το προφυλακτικό. Ακόμα και πριν γδυθούμε να πέσουμε στο κρεβάτι με κάποιον ή κι αφού το έχουμε κάνει κι έπειτα, η κυρία κουλτούρα στην οποία καλλιεργούμε το σκηνικό αυτής της πράξης είναι αυτή της απόλυτης ελευθερίας, γιατί είναι απ’ τα λίγα πράγματα που μπορούμε να ‘μαστε ο εαυτός μας, κι ας μας έχει υποτάξει το συναίσθημα για τον άλλον και το κορμί του το ίδιο.
Πάλι μέσα σε αντίφαση λειτουργούμε και το κάνουμε όπως κάθε ζωντανός οργανισμός που σέβεται τον εαυτό του. Υπερφίαλα, δηλαδή. Αντιμετωπίζουμε την προφύλαξη σαν κάτι που θα μεσολαβεί της απόλαυσης και την πετάμε στα σκουπίδια ή δεν πάμε καν να την αγοράσουμε. Έτσι, για τους άνδρες εδραιώνονται οι δικαιολογίες της ενόχλησης του μορίου τους την ώρα της συνουσίας ή όλα τα καθησυχαστικά τροπάρια στη σύντροφο ότι δε θα μείνει έγκυος. Για τις γυναίκες –που ίσως έχουν κι άλλες μεθόδους αντισύλληψης αλλά και για όσες δεν έχουν– το προφυλακτικό, εφόσον δεν εφαρμόζεται αρχικά στο δικό τους σώμα, παύει να ‘ναι και δική τους πρωτοβουλία, βολεύονται με την οποία αντισύλληψη έχουν ήδη (ή δεν έχουν), όποτε το ρίσκο είναι διπλό για νοσήματα, εγκυμοσύνες και κάθε είδους ενοχλήσεις, που έχουν τόσο περιορισμό και κατάκτηση που χάνεται με μιας η μαγεία και το πάθος. Τις περνάμε στα ψιλά και περνάμε αξέχαστες νύχτες και μέρες.
Όμως απ’ τα τόσα πράγματα, τρόπους, και μεθόδους που είναι βαλμένα να μας καταπιέσουν εκεί έξω, το προφυλακτικό είναι το μόνο που μας ανταμείβει κιόλας. Αν, φυσικά, καταργήσουμε τις δικαιολογίες και την ασυδοσία που κρύβει το «όχι να μαζευόμαστε και στο σεξ». Η προφύλαξη δεν αποτρέπει μόνο, αλλά χαρίζει κιόλας. Χαρίζει στο διπλάσιο όλο αυτό το συναίσθημα που ζεις σε μία μόνο δόση χωρίς αυτήν.
Γιατί κι εκεί θα ‘χεις σκέψεις κι εκεί κάπου θα μαζευτείς, κάπου θα προσαρμοστείς. Όπως προσαρμόστηκες κι όταν ανακάλυψες πρώτη φορά το σώμα που πόθησες να κοιμηθείς μαζί του. Και τότε κάπως σε έφτιαξες, κάπως σε βόλεψες για να συμβαδίσετε, ενώ την ίδια στιγμή ήσουν ο εαυτός σου, γυμνός και παθιασμένος, δεν παρέκκλινες από ‘σένα, βρήκες τη σωστή θέση μέσα σε ‘σένα και στο άλλο σώμα. Δεν έκανες ό,τι ήθελες, αλλά ό,τι ένιωθες σωστό τη δεδομένη στιγμή.
Άρα κι η προφύλαξη δεν είναι «Δεν μπορώ να κάνω ό,τι θέλω, αν τη χρησιμοποιήσω», είναι «Θα τη χρησιμοποιήσω για να μπορώ να κάνω ό,τι θέλω». Άλλωστε, αν ποτέ σε πείσεις κανείς ότι στη ζωή κάνουμε ό,τι θέλουμε κι όχι το καλύτερο δυνατό ανά περίσταση, τότε αυτός θέλει να σου πουλήσει κάτι που αν το αγοράσεις δεν μπορεί κανείς να σε προφυλάξει ύστερα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη