«Το ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ» γράφει ο Οδυσσέας, αντικρίζοντας μια θάλασσα, προσέχοντας ένα καντήλι, που τρεμόπαιζε, να μη σβήσει. Το ήθελε οδηγό για να κουμαντάρει μια λύπη που δε μιλιόταν, γιατί ήταν ερωτευμένος και το μόνο που ζητούσε ήταν το μόνο που δεν είχε.
Έτσι κινούνταν στο Φωτόδεντρο κι «έμπαινε στο μέλλοντα με ευπιστία» στο Ρόδο του Ισπαχάν. Άνθιζε και μαραίνονταν, όπως κάθε ύπαρξη που είδε τον εαυτό της στον καθρέφτη της ποίησης. Όπως κάθε σώμα που καθοδηγήθηκε από αυτή, χτυπούσε στον έρωτα και σε ό,τι έπλασε έρωτα εκεί που οι άλλοι έπλαθαν τοίχους. Χτυπάει με παραπάνω καρδιές. Τη δική του, της κάθε γραμμής ποίησης κι αυτής του κόσμου.
Αυτού του κόσμου, του ίδιου που κάθε πρωί πάει να απαρνηθεί την ποίηση, γιατί η αλήθεια της τσαλακώνει τα κοστούμια και κάθε βράδυ την βάζει σπίτι του απ’ την πίσω πόρτα, από ‘κείνη που βγάζει τα σκουπίδια έξω. Έξω απ’ το σακάκι. Έξω απ’ την τσέπη. Δίπλα στην καρδιά.
Από τέτοια σπίτια που τον πνίγουν, που «η κουζίνα είναι σαν το βυθό της θάλασσας» ήθελε να γλυτώσει ο Ρίτσος. Ήξερε πως ήταν «βαθύ βαθύ το πέσιμο» αν ζεις ανάμεσα στις γραμμές ενός ποιήματος, αν ό,τι πάντα πόθησες πιο πολύ μιλιέται μόνο έτσι. Γι’ αυτό λαχταρούσε να βγει απ’ το τσακισμένο σπίτι, γιατί ήταν και «βαθύ βαθύ το ανέβασμα», κι εκεί ήθελε να ζήσει. Όπως ο καθένας που δε φοβάται το βάθος όσων νιώθει, γιατί ξέρει ότι μόνο εκεί, βαθιά απ’ τη ρίζα και πιο μέσα, ανθίζουν. Η ποίηση του έδειξε πώς να τα ποτίζει.
Τις μέρες ή τις νύχτες που η βροχή ή τα δάκρυα τα ποτίζουν, ο ποιητής –κι αυτός που έγινε κι αυτός που είναι– «είναι μια σιωπή στον ουρανό» που ρίχνει όλο αυτό το νερό, κι ο Σινόπουλος σαν να το ήξερε από πάντα ότι είναι η επανάστασή μας αυτά τα σύννεφα που έφεραν τη βροχή, και ζήτησε με αυτά να τυλίγουμε ό,τι ποθούμε.
Ανάμεσα στους πόθους, τα πάθη, όσα μάθαμε κι όσα μας μαθαίνουν ακόμα, ο Τίτος Πατρίκιος βρήκε ότι «στο βαθύ πηγάδι της φωνής ψάχνουμε τα μυστικά».
Κάθε κουβέντα που λέμε να τα φανερώνει, να μην είμαστε πια μυστήριο αλλά πεδιάδα με ξεκάθαρα όρια να μας περπατήσουν. Να φανερωθούν και των άλλων. Όσων λαχταράμε να γίνουν δικοί μας, γιατί δεν ανήκουμε ούτε στον εαυτό μας.
Να ξέρουμε, να ‘μαστε σίγουροι «ότι υπάρχουν γιατί τα μάτια τους πετάνε και δίνουν φως στα πράγματα σαν ανοιχτά παράθυρα» και να τους σφίγγουμε στο κορμί μας «σαν τη στεριά, το ψωμί, το ξύλο» για να ‘χουμε κι εμείς κάπου να σταθούμε ακέραιοι, σαν τον έρωτα που περιέγραψε ο Νερούδα.
Έτσι κάθε φορά που «γράφεις και το μελάνι λιγοστεύει γιατί η θάλασσα πληθαίνει» μη νομίζεις ότι μόνο ο Σεφέρης καταλαβαίνει τις δικές σου περιγραφές, τις δικές σου προσπάθειες να τα πεις στους άλλους ή σε αυτόν τον έναν ή «στα χίλια κομματάκια του κάθε ανθρώπου». Καταλαβαίνουν όλοι τι θες να πεις, πιάνουν όλοι τους στίχους που φωνάζεις και τις σιωπές που δε μοιράζεσαι, αλλά κλείνουν τα μάτια σε αυτό.
Γιατί το είχε πει ο Σεφέρης πάλι, γιατί ήταν κι αυτός ένας από αυτούς που δεν ήθελαν πια να αντικρίζουν πως αυτός «ο βαθύτερος καημός δεν είναι άλλος παρά να κρατηθούμε μέσα στη φυγή». Στη φυγή από αυτά που τρέχουμε μακριά τους, μέσα μας, και τα συναντάμε έξω, στη φυγή από όσα θέλουμε να κάνουμε τεχνικά, στεγνά κι υπηρεσιακά, αλλά η ποίηση εξηγεί επίμονα στην ψυχή μας ότι θα ‘μαστε πάντα ένας της στίχος.
Αυτός που δε γράφτηκε ακόμα, αυτός που έγινε σύνθημα του καθενός μας, γιατί με κάτι πρέπει να υπερασπιζόμαστε την καρδιά, πριν νικήσει πάλι το μυαλό. Αυτός ο στίχος που γράφτηκε στα τείχη που γκρεμίσαμε κι εννοήθηκε στις σιωπές που έγιναν αγκαλιές, για να μη μας δουν που κλαίμε.
Αυτός ο στίχος που έγινε στίχοι, γιατί δε θέλαμε να σταματήσουμε τη φόρα των λέξεων που λένε για τους ερωτευμένους, γι’ αυτούς που η καρδιά τους είναι ο αντιπρόσωπός τους, ακόμα κι άδεια, γι’ αυτούς που τα στοιχεία της φύσης μιλάνε μέσα τους κι ο ήλιος είναι τόσο φίλος, όσο κι η βροχή. Γι’ αυτούς σαν εμένα κι εσένα, σαν εκείνον που σε αγάπησε κι εκείνον που αγάπησες μόνο εσύ, που όλη η ποίηση δεν είναι παρά όλη μας η αλήθεια.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη