Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν είναι εναντίον σου. Απλά είναι όλοι παραπάνω απ’ το κανονικό –όποιος κι αν το ορίζει αυτό– υπέρ του εαυτού τους. Τους βλέπεις να ρεμβάζουν γύρω αφηρημένα όσο μιλάς, να ασχολούνται με κάτι άλλο όσο ζητάς προσοχή, να κοιτάνε το ρολόι τους ενώ εσύ κοιτάς αυτούς ή αυτόν –ένας ή πολλοί δεν έχει σημασία– κι απορείς όλο και λιγότερο.
Κάθε που ανοίγεις το στόμα να μοιραστείς ένα πρόβλημα, που θες να δώσεις και σε κάποιον άλλον να κουβαλήσει αυτό που σε βαραίνει, κάθε που απλώνεις το χέρι για απαντήσεις που δεν έχεις ή για ερωτήσεις που δεν φανταζόσουν ότι υπάρχουν, κάθε φορά παίρνεις όλο και λιγότερα και πλέον δεν ρωτάς γιατί. Το έχεις καταλάβει πια. Για μας, για σένα, για τους άλλους. Είμαστε όλοι τόσο μέσα σε μας, τόσο απορροφημένοι στον μικρόκοσμό μας, τόσο κεντραρισμένοι στη δική μας ουσία που δε βλέπουμε πού είναι οι άλλοι.
Μας μιλάνε για τις σχέσεις τους, για τους προβληματισμούς τους, για τους πόνους, τα καρδιοχτύπια τους, τι τους κρατάει ξύπνους τα βράδια, τι τους βάζει για ύπνο το ξημέρωμα, τι θέλουν να γίνουν όταν τους αγαπάνε, τι γίνονται όταν δεν παίρνουν αυτό που θέλουν, τι φοβούνται, τι τους φοβάται, κι εμείς το μόνο που βλέπουμε είναι εμάς, το μόνο που ακούμε είναι η φωνή μας.
Μπροστά στα μάτια μας είναι το είδωλό μας στο σώμα ενός άλλου, τον οποίο αγνοούμε γιατί είμαστε απασχολημένοι με το τι θα γίνει με όλα αυτά κι εμάς. Εμάς και μόνο. Τι θα μπει μέσα στις κρύες καρδιές μας που θα προσπαθήσει να μας κάνει λίγο πιο υποφερτούς κι απόψε. Τι θα μας κάνει να αντέξουμε τον εαυτό μας άλλη μια μέρα.
Πόσες αλήθειες θα θυσιάσουμε μόνο γι’ αυτήν την κατάδική μας, μαζί με αυτή ότι δεν είναι κανείς εναντίον μας; Λογικά όλες. Καμία δε θα μείνει αναλλοίωτη. Θα κοπούν, θα ματώσουν και θα εφαρμοστούν όλες σε εκείνο το βωμό του συμφέροντός μας. Κι έτσι, κάθε που οι άλλοι θα θέλουν να μοιράζονται, να λένε, να προσπαθούν να έρθουν απέναντι σε μας, εμείς θα είμαστε πάλι έτοιμοι με όλα τα υπέρ μας να τους υποδεχτούμε. Τους χρειαζόμαστε άλλωστε. Όσο κι αυτοί εμάς. Όσο πιο πολλοί είμαστε, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχει κάθε φορά αυτό να συμβεί κι άλλη μια.
Η επανάληψη διαμορφώνει την κουλτούρα. Εδραιώνει τον πολιτισμό της ομιλητικότητας χωρίς να λέμε τίποτα. Βγαίνουν ήχοι απ’ το στόμα μας για κατανόηση, για αγάπη, για συνεννόηση, για κούφια «είμαι εδώ αν χρειαστείς κάτι», αλλά ποτέ δεν είναι το νόημα αυτούσιο πίσω από αυτούς. Είναι κάτι που μοιάζει, κάτι που είναι στο περίπου, το συναίσθημα που θέλουμε να δώσουμε ότι είμαστε εδώ κι ακούμε, αλλά μέχρι να φτάσει στον άλλον –αν φτάσει–, έχει περάσει απ’ τα άπειρα φίλτρα του εγωκεντρισμού μας.
Ζήσαμε το πρόβλημα του άλλου όχι από έκρηξη ταύτισης και συμπόνιας, αλλά γιατί δεν έχουμε ζήσει εμείς. Ή γιατί δε μας φτάνουν όσα ζούμε ή γιατί και να μας φτάνουν ποτέ δε βγήκαμε πραγματικά έξω από αυτά να δούμε τι γίνεται κι αλλού. Να γίνουμε θεατές όχι για την αντικειμενικότητα αλλά γιατί κάποιος πραγματικά χρειάζεται τα μάτια μας όταν νιώθει ότι τα δικά του ίσως τον προδίδουν. Αντί αυτού όμως ούτε που τον είδαμε. Κοιτούσαμε και πάλι μόνο εμάς και δε μας πείραξε κι αν μείναμε μόνοι.
Το μάθαμε κι αυτό, απλά δε μας έχει πειράξει ακόμα αρκετά για να το αλλάξουμε ή να μας αλλάξει: Μένουμε μόνοι όχι γιατί δεν αντέχουμε τους άλλους, αλλά γιατί δεν αντέχουμε τον εαυτό μας όταν βρίσκονται γύρω μας.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη