Όλες μα όλες τις φορές –είτε το παραδεχθείς είτε όχι– το κάνεις για να ακούσεις εσύ τον εαυτό σου να τα λέει κι έρχεται δεύτερο (αν όχι τρίτο ή πολύ πιο μετά) και καταϊδρωμένο το να τα ακούσει ο άλλος. Δεν έχει σημασία ποιος είναι ο άλλος.
Τη μια μέρα είναι η μάνα που σε γέννησε, που σε στριμώχνει και σε περιορίζει και σε κάνει να θες να την απειλήσεις πως αν το ξανακάνει θα κόψεις τις επισκέψεις. Την άλλη είναι το αχάριστο αφεντικό στη δουλειά κι επειδή την κάνεις καλά και το ξέρεις πως σε έχει ανάγκη, θες να του πεις δυο απειλητικά φωνήεντα για το πότε θα πάρεις προαγωγή. Κάποια άλλη στιγμή είναι ένας φίλος που σε κάνει να θες να υψώσεις τη φωνή σου ή ακόμα χειρότερα να κάνεις εκείνη τη βαριά, χαμηλή, απειλητική χροιά που θα προειδοποιεί για το πόσα δεινά θα συμβούν αν επιμείνει να περάσει το δικό του κι την επόμενη φορά. Ίσως είναι πάλι και το αίσθημα, που θες να το ταράξεις λίγο, να το επαναφέρεις στην τάξη, αν νιώσεις πως δεν πιάνουν οι γλύκες.
Γενικά, έτσι να είχαμε να λέγαμε, να είχαμε να φωνάζαμε, να είχαμε να απειλούσαμε, να είχαμε να ξερνάμε λέξεις μέχρι να βαρεθούν να πέφτουν στο κενό και να ξαναμπούν μέσα μας, μήπως και βουλώσουν το κενό που πολυλογεί ενώ δεν πρόκειται να δαγκώσει ποτέ. Αν ήταν να δαγκώσει θα πήγαινε σιωπηλά κι αθόρυβα, θα έβρισκε το στόχο και θα τον μασουλούσε με ησυχία χωρίς να πάρει κανείς χαμπάρι το έγκλημα. Μηδέν μάρτυρες, μηδέν κατηγορητήρια. Εντάξει, αν εξαιρέσεις εμάς του ίδιους.
Γιατί όταν κουραστείς να φωνάζεις, να απειλείς για το τι θα κάνεις ή τι θα κόψεις, όταν δεν έχει μείνει κανείς άλλος να σε ακούει να τον κατηγορείς ή να παλεύεις να τον συμμορφώσεις, σε σένα θα καταλήξεις. Ορκίσου, λοιπόν, να πεις την αλήθεια και μόνο την αλήθεια ενώπιον του δικαστηρίου που οι άλλοι παράτησαν. Και καλά έκαναν. Κι εσύ το ίδιο θα έκανες. Κυρίως γιατί κρατάει λίγο.
Καμία απειλή δεν έζησε αρκετά για να δει τα αποτελέσματά της, γιατί κρατάει λίγο όσο κρατάνε όλα τα «λίγο», μέχρι δηλαδή να το νιώσεις καλά, σωστά και βαθιά μέσα σου –ίσως βαθύτερα από ‘κει που βγαίνει η φωνή σου– ότι αν ήταν να είχε γίνει το δικό σου θα είχε γίνει ήδη. Είτε καλό είτε κακό. Είτε σωστό είτε λάθος. Θα γινόταν πάνω σε μια ήρεμη κατάφαση που δε σκεφτόταν ποτέ ότι θα είχε θαυμαστικό στο τέλος της απ’ την ένταση αλλά τελεία και παύλα.
Όμως, μεταξύ μας, ο κύριος λόγος που θα έφευγες απ’ το δικαστήριο (κι όχι τρέχοντας αλλά με βήμα σταθερό κι επιδεικτικό για να τονιστεί ότι το έκανες) είναι όλη αυτή η κουλτούρα φόβου γύρω απ’ τις απειλές που φυλάει τα έρμα. Τα φυλάει χωρίς να τα προστατεύει. Κυρίως απ’ τον εαυτό τους. Απλά σηκώνει ένα τείχος ανάμεσα σε σένα και στον αποδέκτη. Γιατί αν τον απειλήσεις, αν του τα πεις, νομίζεις ότι ο φόβος που νιώθεις επειδή χάνεις αργά και βίαια την πιθανότητα να συμβεί αυτό που θες, θα μεταπηδήσει στον άλλον. Θα τον κυριεύσει, θα τον αρπάξει απ’ το λαιμό και γενηθήτω το θέλημά σου.
Στις περιπτώσεις που όλος αυτός ο απολίτιστος πολιτισμός του φοβερίσματος πιάνει, να ξέρεις είναι απλά για να σε κάνουν να πάψεις να μιλάς ή να φωνάζεις γιατί τους ζάλισες. Στις περιπτώσεις που δεν πιάνει, τότε έχεις μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία μόλις κρυώσει το κεφάλι σου απ’ την κατάρρευση όλων των μνημείων του πολιτισμού του μπαμπούλα φόβου, να δεις τι κάνεις λάθος. Αν δηλαδή δεν ήσουν λάθος εξαρχής και τζάμπα τόσες λέξεις στον αέρα. Γιατί όποιο παράθυρο κι αν ανοίξεις, σπιτιού ή εγκεφάλου, καμιά φορά δε φεύγουν απ’ το χώρο.
Αν πάλι είχες δίκιο, καθιερωμένο, τίμιο και με τον ιδρώτα σου, σίγουρα θα το βρεις σε οργανισμούς που δε φοβούνται να σε βοηθήσουν να δημιουργήσετε κάτι με αυτό και θα τους στριμώξει στη γωνία να το παραδεχτούν και να στο δώσουν με ανοιχτό μυαλό και καρδιά έτοιμη, ακριβώς το ότι τους έδωσες το θάρρος να το κάνουν.
Με λίγο πιο σωστές λέξεις, με ένα τακ αυτοσεβασμού παραπάνω, με λίγη παραπάνω διάθεση για σύνδεση. Λίγο-λίγο. Μην αφήσεις τα μεγάλα λόγια να σε πείσουν ότι κρύβουν και μεγάλα πράγματα ακόμα κι αν τα λες εσύ ο ίδιος.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη