Οι παλιές κουβέρτες δεν είναι όπως πρώτα. Τα μπαλώματα ξεχειλώνουν παραδομένα στον καιρό που περνάει από πάνω τους. Το σχήμα απ’ τις τρύπες τους δίνει, ιδανικά, στα μάτια όσα δεν μπορούν να σκεπάσουν πια με αυτές. Δε φτάνουν τώρα να αποφύγουν τον χειμώνα, ενώ κάποτε περίσσευαν σε ένα ατελείωτο καλοκαίρι.

Πίσω, σε εκείνον τον καιρό, πίσω, σε εκείνο το «τότε», όχι πολύ μακριά απ’ το σήμερα, μόνο πιο πέρα από ‘κει που φτάνει η άκρη των δαχτύλων μου. Τότε που νόμιζα ότι δε χρειαζόταν να σκεπαστώ. Παραπλανημένο το κορμί απ’ το «τότε» έκανε βήματα στην άμμο που δε θα γινόταν διαδρομή. Άφηνε πατημασιές στο χιόνι που τις έλιωνε ένας αναπάντεχος ήλιος –καυτός σαν τα φιλιά που πότισαν μέσα απ’ τις φωνές μας τα σεντόνια–, ένα χάραμα γρήγορο σαν το κύμα που ξεθώριασε τις πατημασιές, και ξημέρωνε, και μεσημέριαζε από την ίδια Δύση πάνω στο κορμί μου. Η κάθε φορά άφηνε πίσω της και κάτι κι εγώ τα έψαχνα γύρω όταν μαζευόντουσαν πολλά. Όμως ήταν μέσα μου.

Τις αδέσποτες νύχτες, τις ταραγμένες μέρες και τις μετέωρες ώρες, μεταξύ της αρχής ή του τέλους, τα μάτια μου έβλεπαν στα δικά σου και σκεπάζαμε ο ένας τον άλλον μόνο με χέρια κι υποσχέσεις. Κάποτε, που οι κουβέρτες ήταν όλες παλιές κι άχρηστες, τότε που τα κορμιά κάνανε τη δουλειά τους και τα λόγια πιάνανε τον χώρο τους, τότε που οι τρύπες ήταν για να περνάει ανεπιθύμητος αέρας κι όχι για να τις συγκρίνεις με το κενό σου.

Τότε, που οι σιωπές ήταν επιβεβαιώσεις κι οι αισθήσεις παίρνανε το σχήμα της ζωής που φαντάστηκα ή εκείνης της άλλης, που είχες φανταστεί εσύ. Τότε σε ‘κείνο το «κάποτε», που ήταν αβάσταχτο να σκέφτομαι το «χώρια» γιατί με ρουφούσε το «μαζί». Κάποτε που σ’ αγάπησα, μα τώρα πια σε ξέρω.

Τώρα, σε ένα παρόν που ενώ συμβαδίζω με τον χρόνο πια και δε γλιστράει απ’ τα χέρια μου –όπως τα μαλλιά μου ανάμεσα στα δάχτυλά σου– αυτός συμβαδίζει μόνο με την αλήθεια. Τίποτα δεν την σκεπάζει, τίποτα δεν την παρηγορεί και μετέωρη πάνω απ’ την αύρα μου ακολουθεί κάθε μου βήμα. Μέσα από μια διαδρομή που όσες εποχές με χιόνι και αν την χαράζουν, όσα αλμυρά κύματα κι αν την καθορίζουν, θα ήθελα να την φτάνει ως το σπίτι, ως τον προορισμό της, μόνο το ψέμα σου.

Άλλωστε, η αλήθεια θα υπάρχει και μετά από ‘μένα, όπως υπήρχε και πριν. Το ψέμα, όμως, με γλύτωνε από όλα τα σίγουρα που δεν μπορούσα να αποφύγω και νόμιζα ότι θα σώσω την ψυχή μου προσπαθώντας. Μόνο η αλήθεια, τελικά, σώθηκε κι αυτή όχι χάρη σε ‘μένα.

Όσο σε μάθαινα, μάθαινα κι εμένα. Όσο χανόμουν μέσα της, έψαχνα εσένα, κι όσο δεν έβρισκα ούτε εμάς, η αλήθεια χωρίς να με φοβάται μου άναψε τσιγάρο για να εισπνεύσω ευκολότερα και να δώσω τροφή σε όλα τα μέσα. Μου έδειξε χωρίς καμία της λέξη πως δεν έχασα τίποτα, απλά του άλλαξα μορφή.

Χωρίς να το θέλω, χωρίς να με θέλει ούτε αυτό. Το έπλασα να καταλαβαίνει το «δε θα μείνω» πίσω απ’ το «τίποτα δε θα μας χωρίσει», να πιάνει το τονισμένο «εγώ» στο άκουσμα του «κι οι δυο μαζί», να ξέρει πόσο θα κρατήσει το «για πάντα» αλλά κι ότι λήγει όταν αρχίζει το πήγαιν’ έλα. Νόμιζα ότι τότε ότι ήταν μια ακόμα κίνηση των σωμάτων να φεύγουν και να γυρνάνε, κι αν η φωνή μου συνοδεύει τη δική σου σε κάθε «για πάντα» και «μαζί», θα έχουμε νικήσει τον χρόνο και τους εαυτούς μας.

Τότε, σε εκείνο το «κάποτε» που σ’ αγάπησα, που δεν το αναγνωρίζει ό,τι φτιάχτηκε απ’ το «τώρα» που σε ξέρω. Κι αν το να ξέρεις είναι δύναμη, αυτή δεν προήλθε από όσα είδα. Καμία όραση μέσα από τρύπια σκεπάσματα ή ορθάνοιχτα παράθυρα δεν έφερε την αλήθεια σου μπροστά μου. Κι αν η δύναμη είναι ό,τι έχει απομείνει όταν δεν έχει απομείνει τίποτα άλλο, καμία αλήθεια δεν την έβαλε υπεύθυνη της ζωής μου, όταν πια την πήρα στα χέρια σηκώνοντάς την από κάτω, παρά μόνο εγώ.

Εγώ που πια σκεπάζομαι όλες τις νύχτες σαν να ήταν από πάντα αυτό το σωστό κι ο αέρας μέσα απ’ τις τρύπες –είτε δικές μου είτε των σκεπασμάτων– ανανεώνει αυτόν που αναπνέω σε κρεβάτι διπλό με ένα μόνο σώμα. Εγώ, που σε αυτές τις νύχτες τις ίδιες που περνάνε, τις καινούργιες που κάτι μου χρωστάνε και τις τωρινές που φεύγεις για να ξανάρθεις, παίζοντας κρυφτό με την υπομονή μου, δε λαχταράω πια κανένα μαύρο να με κρύψει, όπως σε εκείνο το «κάποτε».

Αυτό το μόνο σώμα μου το στέριωσα στο φως τώρα πια, γιατί ξέρει τόσο καλά –όσο εσένα– πως το σκοτάδι δεν είναι ποτέ μακριά. Αρκεί να κλείσεις τα μάτια και θα το δεις. Όπως και το «κάποτε». Το ίδιο κοντά είναι πάντα κι η αλήθεια. Όπως και το «τώρα». Αρκεί να ανοίξεις τα μάτια και θα την δεις. Γιατί κάποτε την σκέπασα, μα τώρα πια την ξέρω.

 

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη