Μέσα στη μέρα, στην εβδομάδα, στο μήνα ή και σε ακόμα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, πάντα οι στιγμές που κουβαλούν μια υποψία χαμόγελου, μια ευχαρίστηση, μια ευγνωμοσύνη, για κάτι που συνέβη κι αφήνουμε να δηλωθεί, είναι αυτές που ήμασταν πραγματικά χαλαροί. Οι στιγμές, οι ώρες, οι μέρες, μόνοι μας ή με άλλους, που πραγματικά κι από μέσα μας αβίαστα δεν αγχωθήκαμε για κάτι.
Δεν είχαμε μια δεύτερη σκέψη ή μια τρίτη, τέταρτη, εκατοστή αμέτρητη έγνοια. Οι στιγμές που αδιαφορήσαμε για το τι γίνεται στον κόσμο και δε μας πειράζει και που ο κόσμος αδιαφόρησε για μας, γιατί σίγουρα αυτό έκανε το κεφάλι μας να είναι ήσυχο. Όλες εκείνες οι φορές που τελικά ησυχάσαμε, δε βάλαμε ξυπνητήρια και δεν κολλήσαμε χαρτάκια στο ψυγείο για τίποτα, κι αφήσαμε πνεύμα, σώμα, κι ό,τι άλλο μας κυβερνάει, να πάει με το ρεύμα. Να αφεθεί κι όπου το βγάλει το επόμενο στάδιο αυτής της ανάλαφρης κατάστασης.
Μήπως, όμως, επειδή το ευχαριστιόμαστε τόσο πολύ σε διαλείμματα της καθημερινότητας κι έχουμε και να το λέμε και στους άλλους ότι το πετύχαμε, δεν το θέλουμε για τις σχέσεις; Φτύνουμε τον κόρφο μας και ξορκίζουμε το «χαλαρά» να μη μας συμβεί, αν τύχει και πέσει στο τραπέζι των ενδεχομένων για σχέση. Έτσι, αρπάζουμε απ’ τα μαλλιά όλα τα κλισέ περί σοβαρότητας.
Ότι αν ο άλλος μας θέλει σοβαρά, μόνιμα κι όλα τα συναφή, ξεκάθαρα δεν του αρέσει αυτή η ελαφρότητα στο κορμί, αυτό το «όσα πάνε κι όσα έρθουν» στο πνεύμα. Συνεχίζουμε κι απαγορεύουμε και σε μας να σκεφτεί ότι θα μπορούσαμε ποτέ να διαιωνίσουμε μια τέτοια κατάσταση. Γιατί είμαστε σοβαροί και μετρημένοι, γιατί δεν κοροϊδεύουμε τα συναισθήματα των ανθρώπων με αβεβαιότητες και «τα λέμε αύριο καλύτερα». Γιατί είμαστε ξηγημένοι, σωστοί τύποι, που μόνο στα σφιγμένα και συγκεκριμένα δίνουν βάση κι ουσία. Και τότε γιατί δεν έχουμε να μνημονεύουμε καμία τέτοια στιγμή; Γιατί όταν τις περιγράφουμε αυτές σε εαυτούς κι αλλήλους, η έκφρασή μας είναι από κενή έως διστακτική για το ποσό, τελικά, μας κούμπωναν τα σοβαρά; Γιατί προφανώς δουλευόμαστε όλοι μεταξύ μας.
Όλα τα κλισέ της Γης δεν είναι καν κλισέ. Είναι αλήθειες που φοβόμαστε να ανοίξουμε, γιατί ίσως δούμε ότι δεν είναι και τόσο αλήθειες, τελικά. Όπως το ότι ο κόσμος είναι ένα άγριο μέρος με μοναξιά, πόνο κι αδικία κι οι άνθρωποι θέλουν από κάπου να πιαστούν και γι’ αυτό ζητάνε το ελάχιστο απαραίτητο της σταθερότητας κι ειλικρίνειας κάποιου για να κυλήσει το «’ζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Για αυτό επικράτησε ότι σε αυτήν την άγρια ζούγκλα που λέγεται «ζωή» δεν πρέπει να ‘μαστε χαλαροί και στις σχέσεις. Πρέπει να έχουν όλο το βάρος της ύπαρξής μας για να δουλέψουν. Όμως η άβολη αλήθεια όλων αυτών είναι ότι ο κόσμος είναι πολύ χειρότερος από ό,τι νομίζουμε κι εμείς πιο δειλοί και ψεύτες. Όχι για να επιβιώσουμε σε αυτόν, αλλά για να επιβιώσουμε με όσα έχουμε μέσα μας.
Θέλουμε να ρίξουμε στη σχέση, για να δουλέψει, όχι όλο το βάρος της ύπαρξής μας αλλά της ανασφάλειάς μας. Της αμφιβολία μας, αν αξίζουμε αγάπη κι ατελείωτο έρωτα αμερικανικών σίριαλ. Του κομπλεξισμού μας για να πάρουμε κι άλλα, ακόμα κι αν μας έδωσαν τα πάντα. Αυτόματα το «χαλαρά» είπαμε ότι δε μας αξίζει. Δεν είναι για μας το ανάλαφρο κάποιου. Για να μας αγαπήσει, πρέπει να ρίξει κι αυτός πάνω μας όλα του τα χάλια, γιατί μόνο απ’ τις βρόμικες γωνιές γεννιέται η αληθινή αγάπη. Έτσι είπαμε.
Γι’ αυτό κάθε φορά που κάποιος γελάει στη μούρη μας, ή περνάει καλά το ίδιο με μας και χώρια μας, ή δεν τρελαίνεται με τα ενδεχόμενα και δεν πιέζει εαυτούς και καταστάσεις, θεωρείται ανάξιός μας. Γιατί εμείς δε γίναμε άξιοι του εαυτού μας του ίδιου να χαιρόμαστε με το τίποτα, με το «χωρίς λόγο», με το λίγο, ή με το τυχαίο, που απλώς περνούσε και μας έδωσε χαρά φευγαλέα. Το θέλουμε προγραμματισμένο για μας, προορισμένο για ένα ανώτερο είδος σχέσης, που δεν είναι χαλαρό κι ανέμελο αλλά ατσαλάκωτο κι άκαμπτο.
Και στα κρυφά ζηλεύουμε ακόμα όσους δεν κοιτάνε ρολόι, όσους δεν έβαλαν ταμπέλες σε όσα ζουν και κάνουν έρωτα γιατί ενώθηκαν τυχαία, γυρνώντας πλευρό στο κρεβάτι, όσους τους πήρε ο ύπνος στην αγκαλιά κάποιου που δεν ξέρουν το επίθετό του, όσους φεύγουν κι ακόμα γελάνε, όσους μένουν κι αυτοσαρκάζονται.
Αφού τα κλισέ έχουν την τιμητική τους, ξέρουμε κι ένα απ’ τα μεγάλα: Το ότι το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν ξέρουνε τίποτα τελικά. Κλεμμένο από φιλόσοφο αλλά χωρίς καμία πρέζα σοφίας μέσα του, γιατί πάντα στην πορεία μας ξέρουμε. Ξέρουμε, γιατί μάθαμε -θέλοντας και μη. Η γραμμή σου δε σε ρωτάει για να χαραχτεί.
Όπως ίσως έμαθαν κι οι άλλοι, κι εσύ μαζί με αυτούς, και δε ρωτάτε πια γιατί το ποιες είναι οι αξιομνημόνευτες, κορυφαίες, στιγμές. Ξέρετε όλοι ότι είναι οι χαλαρές, αυτές που κανείς δε νοιαζόταν για τίποτα, παρά μόνο για να ζήσει ό,τι ήταν μπροστά του. Γιατί ξέρετε, μάθατε πια ότι αυτό είναι και το νόημα του να ζεις γενικά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη