Σταματήστε έναν περαστικό στον δρόμο, έναν τελείως άγνωστο και ρωτήστε τον για την πιο ασφαλή στιγμή της ζωής του. Τη στιγμή εκείνη που ένιωθε ότι όλα είναι καλά στον κόσμο ή ότι έστω ο κόσμος βρήκε έναν τρόπο να τα αντιμετωπίσει όλα και να αναρρώσει. Τη στιγμή εκείνη που το κορμί του άδειασε τόσο από όσα το φορτώνει κάθε μέρα κι αφέθηκε να παραδοθεί σε αυτό ήσυχος ότι η επόμενη μέρα θα ‘ναι δικιά του. Τη στιγμή εκείνη που όσα είχε ζήσει πριν να έρθει βρήκαν το σκοπό τους -χωρίς να μιλάει κανένας γι’ αυτόν, να γλιστράει φυσικά σε κάθε ύπαρξη που επηρεάζει.
Αν δε φάτε ξύλο που παρενοχλείτε ανυποψίαστους πολίτες στο δρόμο κάνοντας ερωτήσεις που δε σας αφορούν, σίγουρα στις απαντήσεις που θα πάρετε δε θα είναι κανείς μόνος σε αυτήν την πολύτιμη στιγμή του. Ούτε στην κορυφή ενός βουνού να πανηγυρίζει που την έζησε, ούτε στην τηλεόραση να διεκδικεί τα εύσημα για κάτι που κάποιοι ίσως περνάνε μια ζωή ολόκληρη και δεν τους έχει συμβεί, ούτε καν να το μοιράζεται ακόμα και με τους πιο έμπιστούς του. Κυρίως γιατί δεν υπάρχουν και πολλά λόγια για τη στιγμή αυτή. Βασικά δεν υπάρχουν πολλά λόγια αντάξιά της.
Όσοι έζησαν έστω και για λίγο αυτό το επίπεδο ασφάλειας, ξέρουν ότι ήταν πάντα και θα είναι σε ένα κρεβάτι, με το σώμα που αγαπάνε πιο πολύ από όλα πάνω. Εκεί, κάτω από σκεπάσματα, κουβέρτες, ανάσες ζεστές, κοφτές από αυτές που μυρίζουν φθηνή μπίρα και βραδινό φαγητό, ή φρέσκια οδοντόκρεμα. Ανάμεσά τους τα λόγια που σφράγιζαν συλλαβή-συλλαβή καινούργια οχυρά έξω απ’ το δωμάτιο και μέσα στην καρδιά.
Να νιώθουμε σώματα ασφαλή γιατί μόνο έτσι τα ζωτικά μας όργανα θα λειτουργούν υπέρ μας. Η καρδιά δε θα ματώνει, οι πνεύμονες δε θα φουσκώνουν με αναφιλητά, το στομάχι δε θα δέχεται γροθιές απ’ τις προσδοκίες, ο λαιμός δε θα πικραίνει καταπίνοντας όσα δεν είπε.
Όλα έξω, στο φως του δωματίου ή στο σκοτάδι μιας μέρας με βροχή που κουκουλωθήκαμε περισσότερο στον κρότο μιας αστραπής. Στο φως της κοιταχτήκαμε στα μάτια και το είπαμε κι αυτό: Ότι είμαστε στο σωστό μέρος πια. Κάτω από ‘κείνα τα σκεπάσματα, βρήκαμε όσα δεν είχαμε χάσει ποτέ. Ήταν απαραίτητη η πιο μεγάλη μας στιγμή για να ενώσουμε τις τελείες τους.
Δεν υπάρχουν δρόμοι σε αυτό που νιώθεις. Ούτε σίγουρη διέξοδος στο τέλος. Δεν υπάρχουν «μπράβο» όταν μένεις εκεί που οι άλλοι θα είχαν φύγει. Και σίγουρα δεν ξέρεις ποτέ από πού να φύγεις. Όμως να μείνεις αρκετά, τόσο που να περισσεύει και για τους δυο, μόνο τότε αυτή η κουβέρτα που σας σκεπάζει δε θα είναι για να σκουπίζει δάκρυα.
Κι αυτά τα λόγια στο στεγνό κρεβάτι, αυτή η στιγμή που τα γέννησε, θα είναι η δύναμη που θα φέρει την επόμενη. Όλες τις επόμενες. Να ξέρεις, όμως, τόσες λέξεις κι ίσα που καταφέραμε να ξύσουμε την επιφάνεια μόνο όσων γίνονται με δυο σώματα κάτω από ένα σκέπασμα.
Όχι, δεν αποτύχαμε απλά για κάποιες στιγμές δεν υπάρχουν λέξεις ούτε για τις ίδιες τις λέξεις. Για αυτό κάνε ησυχία και γύρνα πλευρό. Πρόσεχε μην τον ξυπνήσεις.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη