«Το σώμα θυμάται. Το σώμα είναι ανυπάκουο. Το σώμα ξέρει καλύτερα απ’ τον νου». Σιγά μην έχει και δικό του τραπεζικό λογαριασμό κι αποταμιεύει για να σε παρατήσει μια μέρα και σένα και το κεφάλι σου ως αντίποινα για όλες τις φορές που πήγες να το υποτάξεις. Τέτοια κι άλλα τόσα ξεστομίζουμε μόνιμα, χλευαστικά και με ένα μικρό φόβο κάτω απ’ την ειρωνεία μας, μην τυχόν και καταλάβει κανείς ότι λιγάκι ενδόμυχα ξέρουμε και εμείς οι ίδιοι ότι δεν την εννοούμε. Απλά κάνουμε ένα «απεταξάμην» φωναχτά σε όσα μας ζητάει το κορμί μας κι εμείς υποκύπτουμε, ρίχνουμε άμυνες, αφηνόμαστε κατά καιρούς. Ενίοτε όλους τους καιρούς.
Κάτω απ’ το «απεταξάμην» , ακόμα λίγο πιο κάτω, λίγο πιο χαμηλά –όχι δεν είναι αυτό το κάτω που νομίζεις, τουλάχιστον όχι ακόμα– βρίσκεται η μόνιμη αιτία που το κάνει πια την πιο μόνιμη απ’ τις δικαιολογίες μας. Κάτι «δεν έφταιγα, δε μπορούσα να το ελέγξω, έχασα το μυαλό μου» κι άλλα παρόμοια για να μην παραδεχτούμε ότι στην ουσία μας άρεσε.
Αν κάνει κάτι το σώμα καλά –και χωρίς να χρειάζεται εντολή– είναι να απενοχοποιεί. Και όσο το σεξ απαλλάσσεται από κατόπιν εορτής δεύτερες σκέψεις, άλλο τόσο δε χορταίνεται. Κι όταν συνειδητοποιούμε ότι όντως δεν έχουμε λόγο να εφεύρουμε δικαιολογίες γιατί φτάνει και περισσεύει το ότι απλά μας αρέσει, τότε φτάνουμε στο πιο ζουμερό κομμάτι, που είναι ο άνθρωπος. Αυτός με τον οποίο το κάνουμε κι από ό,τι φαίνεται σωστά.
Το σεξ είναι πρώτα από όλα η ανάγκη μας να επικοινωνήσουμε με την εκτόνωσή μας και να τη διοχετεύσουμε στον κατάλληλο αποδέκτη μέχρι που να αδειάσει από μέσα μας και να ξαλαφρώσουμε. Εξού κι αυτή η βαθιά ανάσα στο τέλος της κάθε φοράς. Επιτέλους τα κατάφερα να τη βγάλω χωρίς να την πολυσκεφτώ. Πάμε άλλη μια τώρα, όμως.
Μηνύματα στα ξαφνικά να έρθει απ’ το σπίτι όταν θα έχουν φύγει οι άλλοι, γδυσίματα πριν καν κλείσει η πόρτα, ρυθμιζόμενη μόνιμα η ένταση της φωνής μην ακούσουν οι γείτονες κάθε φορά. Κι άλλη μια ακόμα. Και πάντα συμφωνεί κι ο παρτενέρ και αν δε στο είπε με λόγια, στο είπε με το κορμί του.
Πάντα συμφωνεί γι’ αυτό και δε χορταίνεται, άλλωστε. Γιατί έπιασε τη συνεχή, άσβεστη ανάγκη σου και γιατί ταίριαξε με τη δική του και γιατί τη φροντίζει πάντα τη δική του και θέλει να την ικανοποιεί όποτε του το ζητάει.
Για να μη χορταίνεται πάει να πει ότι είναι απολαυστικό, ότι αξίζει τον κόπο, ότι είναι χωρίς δεσμεύσεις, ακόμα κι αυτές που βάζουμε οι ίδιοι, είναι εκεί όποτε το ζητάς και σε ζητάει και πάνω από όλα δεν έχεις ιδέα ούτε και διάθεση να σκεφτείς αν ποτέ θα σου φτάσει τελικά. Αν ποτέ θα πάψεις να το ζητάς, ή αν ποτέ θα πάψεις να ζητάς κι άλλο.
Ξέρεις μόνο ότι δε θα σταματήσεις να το γουστάρεις τώρα σύντομα. Δεν έχεις ιδέα καν τι είναι. Γιατί το σώμα δε δίνει ποτέ πολλές εξηγήσεις. Κι εσύ έτσι χωρίς να έχεις ιδέα, απλά δε σταματάς να το θες. Και γιατί να έχεις ιδέα; Σου είπε κανείς ότι απαγορεύεται να είσαι αχόρταγος;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη