Η ζωή έχει μόνο τρία γράμματα αλλά καμιά φορά κανένας τους συνδυασμός δε μου φτάνει. Όχι για τις περιγραφές τις μεγάλες που μένουν στα κεφάλια αλλά γιατί μ’ έμαθες να μην κουράζω το μυαλό μου. Είναι αυτό που είναι. Είμαστε αυτό που είμαστε. «Είμαι παντού γι’ αυτό να μη με ψάχνεις» μου λες, χωρίς να μιλάς.
Σε δυο γραμμές στο μέτωπο το διάβασα ένα απόγευμα με πολλά γέλια, κρύο καφέ και μια γύμνια που μύριζε καπνό, χρήση και γνησιότητα. Έχουμε υπάρξει κι εμείς ψεύτικοι, το ξέρω. Γι’ αυτό αναγνωρίζουμε τις αλήθειες από μακριά. Να μην ξεχνάω να πίνω λες το νερό εκείνο που μοιάζει τόσο με την αλήθεια, αλλά εγώ ακόμα διψάω να πω στον εαυτό μου την προκοπή που έκανα και σήμερα ανηφορίζοντας.
Έχω μια ελπίδα στους κροτάφους των μαλλιών κάθε που τα παίζεις στα ακροδάχτυλα σου. Μια πίστη στο στομάχι εκεί στη μέση του, που άλλοτε μαγειρεύει δάκρυα κι άλλοτε λαχτάρα. Κι όλο ανέβαινα. Καλύτερα τα πήγες σήμερα πάμε να ανέβουμε κι άλλη κορυφή, είπες και γράφτηκε μια ιστορία στις βρώμικες σόλες μας. Από αυτές που λένε πως αφού όλα είναι αγώνας, ας μαχόμαστε γι’ αυτόν τον έναν που θα μας θέλει να μη μαχόμαστε. Ναι, αυτόν που θα θέλει αυτό το ήσυχο κεφάλι μας και το νωθρό μας πνεύμα που το παίρνει ο ύπνος στον καναπέ περιμένοντας.
Ο ύπνος που με παίρνει βαραίνει τα μάτια με σκέψεις για τις αναμνήσεις που θα κάνουμε, για τις εκκλησίες που θα χτίσουμε. Εγώ να κάνω το σταυρό μου κι εσύ να θες να πιστεύω σε μένα, με την ηδονή ενός αγγίγματος που ακόμα ζουλάει τον λαιμό και κάνει τα πόδια να τρέμουν κλωτσώντας τις δεύτερες σκέψεις. Οι πρώτες, οι βασικές, είναι στη μέση του τραπεζιού στο σαλόνι. Εκεί που είναι το κέντρο του κόσμου εννοώ. Κάθε που περνάς δίπλα του και ρίχνεις μια μάτια αν είναι στη σωστή θέση.
Κάποιες φορές, μου λες ότι ξετρυπώνω από τα πιο απίθανα σημεία. Από την πόρτα του γραφείου σου, από την τσέπη του τζιν σου, από τον μικρό καθρέφτη του αυτοκινήτου. Κάνω πως δεν το παίρνω χαμπάρι γιατί εγώ είμαι παντού και με ψάχνεις γιατί ξέρεις ότι δε χρειάζεται να με ψάξεις. Με αναζητάς για να δεις ότι ακόμα κι η πιο σκοτεινή μου πλευρά παραμένει μαύρη. Δεν τη σώζεις σαν άλλος μεσσίας των αισθημάτων, την ποτίζεις, της χαϊδεύεις το κεφάλι, λες πάλι καλά που με έφερε σε σένα και μετά με βρίσκεις ξανά. Μπαίνουμε στο δωμάτιο, στο σπίτι, στην αγάπη στο σώμα ο ένας του άλλου και στο παντού του καθενός μας όπως ήμαστε, απροετοίμαστοι, αφοσιωμένοι και τρελοί από χαρά που κανείς μας δεν το είχε προβλέψει αυτό το «μαζί».
Τα μόνιμα τραγούδια που ντύνουν στιγμές και παρασκήνια είναι αφορμές για γιορτή κάθε φορά που πιάνουμε το νόημα πως μόνο μαζί υπάρχει το οποιοδήποτε νόημα. Γι’ αυτό στο δρόμο, έτσι απλά από το τίποτα, όλοι χορεύουν στο κεφάλι τους και ψάχνουν ρεπερτόρια στην καρδιά τους. Η ψυχή τους, η ψυχή μας τελικά μάς δίνει σήμα ότι το ήξερε από την αρχή ότι μαζί θα καταλήγαμε και πάει να ξεκουραστεί εκεί που αυτή ξέρει. Εκεί που την προσέχουν να μη σπάσει- πιο πολύ γιατί ξέρουν ότι δε σπάει. Δε συμμετέχει στη γιορτή γιατί αυτή την οργάνωσε. Κανείς δεν την αναζητάει. Είναι παντού, σαν εσένα. Μετράει τραγούδια, ανείπωτα ρεφρέν και τ’ άλλα που ουρλιάζουν, μετράει δρόμους και τους πόνους τους. Φόβους και το φως τους, ανάγκες και τις επιθυμίες τους, επιτυχίες και τα αγκαλιάσματά τους.
Όλα αυτά που δε φτάνουν, γιατί φτάνουν όλα μόνο όταν τα θες στη ζωή σου, όσα σου είπα και τα απέδειξα, όσα δεν τόλμησα να πω και τα απέδειξα διπλά. Όσα μου έφτιαξες για να μείνω. Και μετράει μέχρι να αποκοιμηθεί η ψυχή. Ήσυχη και στο σωστό μέρος. Και μετράει. Γιατί αν η ζωή έχει τρία γράμματα και η ψυχή τέσσερα, μόνο μαζί θα μπορούσαμε να μάθουμε πώς γράφονται.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου