Αν η λογική κυβερνάει τα πάντα βασιζόμενη στο ότι μπορεί και να τα αποδείξει μία και καλή και χειροπιαστά, τότε ο χρόνος είναι σίγουρα το φόντο που περιβάλλει τη δράση της. Τουλάχιστον έτσι μας λένε όλα τα κλισέ, οι χιλιοδιαβασμένες γραμμές στις οποίες ψάχνουμε καθοδήγηση κατά καιρούς και κάποιες σκόρπιες φωνές στο κεφάλι μας, αναλόγως την ένταση που τους επιτρέπουμε όταν πάνε να μας πουν κάτι.
Συνήθως, όμως, δεν πάει έτσι. Είναι εύκολο να σε καταπιεί το λάθος συναίσθημα ενώ συμβιώνει κι αναπνέει μαζί με το σωστό. Ο καθένας μας ξεχωριστά είναι ένας περίπλοκος κόσμος από μόνος του γεμάτος από πράγματα που σπανίως καταλαβαίνουμε. Γίνονται ακόμα πιο δυσνόητα όταν προσκολλάμε σε ό,τι μας πλήγωσε, σε ό,τι δεν έγινε –ακόμα κι αν δεν ήμασταν διατεθειμένοι να τα παρατήσουμε, αλλά τελικά έπρεπε– και σε ό,τι χρειάστηκε να κάνουμε με αυτό που έκανε το ανεκπλήρωτο σε μας.
Λογικά εδώ είναι που χαμηλώσαμε λιγάκι την ένταση στη φωνή που μας υπαγόρευε αυστηρά πως ό,τι κουβαλάμε από πριν δε θα μπορέσει ποτέ να γίνει το μετά. Κι έτσι συνεχίσαμε να υποφέρουμε σαν αποτέλεσμα της αντίστασής μας στην αλλαγή κάνοντας όλα τα κλισέ για το χρόνο πιο αυταπόδεικτα από ποτέ.
Τον χρόνο τον γιατρό, που παρ’ όλες τις πολυπλοκότητες και τους νόμους της λογικής, εκεί που τρέχει, καταλήγει αρκετός εν τέλει μιας και γίνεται το μόνο πράγμα που δίνει σε όλα τα υπόλοιπα τη βαρύτητα που τους πρέπει για να αρχίσουν να ξεδιπλώνονται ή απλά να διαγραφούν.
Ο χρόνος αυτός είναι τώρα. Είναι αυτό που ζεις τώρα. Κάποιες φορές γυρνάς το κεφάλι και κοιτάς πίσω κι ενώ ξέρεις ότι δεν είναι εκεί που θέλεις ή πρέπει να πας, παλεύεις να συνεχίσεις να προχωράς θεωρώντας ότι το σώμα με το οποίο μοιράζεσαι το τώρα θα αφουγκραστεί την αγωνία σου να κουβαλήσεις τα προηγούμενα και θα σε βοηθήσει κιόλας φορτώνοντας και στη δική του πλάτη μερικά για να μοιραστεί το βάρος.
Μην εκπλαγείς αν αφήσει και τις αποσκευές σου κι εσένα στα μισά του δρόμου και συνεχίσει να πορεύεται, αφήνοντάς σε πίσω, με βήματα που υποτίθεται ότι θα κάνατε μαζί. Από όλων των ειδών τις αγάπες που υπάρχουν εκεί έξω κανένας δεν πρέπει να ζήσει αυτή που προοριζόταν για κάποιον άλλον.
Κάποιοι άνθρωποι κι οι έρωτες που έφεραν, ή πήραν μαζί, ή δεν πρόλαβαν ποτέ να εδραιώσουν, πρέπει πάντα να είναι οι δικιές μας αποσκευές, αλλά ποτέ το φορτίο κάποιου άλλου. Για να μην είναι εδώ σίγουρα δεν ήταν για μας κι αυτό που είναι εδώ και τώρα μπροστά μας αξίζει μια ευκαιρία όπως κι αν καταλήξει. Βαλίτσα ή βαρίδι.
Την αξίζει κυρίως γιατί η μόνη του ελπίδα επιβίωσης είναι να γίνουμε ξανά απ’ την αρχή –ξάνα πίσω σε εκείνο το πριν που ακόμα δεν είχε θολώσει τον ορίζοντά μας– εκείνο το λευκό χαρτί, που γυάλιζε απ’ την επιθυμία να γίνουν πάνω του σχήματα και γραμμές καινούργιες κι ο κόσμος να μην τελειώνει στην άκρη του, αλλά αυτή η άκρη να γίνεται κι άλλη μια νέα αρχή κι άλλη μια στην άλλη άκρη μέχρι το άπειρο.
Κι ίσως τελικά ούτε εκεί να μην τελειώνουν όσα μπορείς να γράψεις άπαξ και το πάρεις απόφαση να διαγράψεις.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη