Θα ήθελα να σπάσω λίγο. Τόσο όσο να δώσει στην καρδιά μου λίγο παραπάνω χώρο. Λίγη παραπάνω θέα προς τα έξω. Λίγη παραπάνω ευκαιρία. Ακούω αυτές τις λέξεις να ηχούν στο κεφάλι μου κι αναρωτιέμαι αν αυτές είναι ο λόγος που αγαπάμε. Γιατί, λένε, πως η αγάπη σηκώνει από κάτω τα σπασμένα, ξεχνάει τα άσχημα πρόσωπα, συγχωρεί τις λέξεις που στοιχειώνουν. Γυρνάει και το άλλο μάγουλο, να αντικρίσεις ολόκληρη τη δόξα του προσώπου της.

Όσο ακόμα αναρωτιέμαι, απέναντι στον άδειο τοίχο παίζουν μόνες τους οι φιγούρες μιας ιστορίας που έχω στο νου μου. Από ένα βιβλίο μυθολογίας. Μιλούσε για τη δημιουργία του ανθρώπου. Αρχικά, οι άνθρωποι φτιαχτήκαμε με τέσσερα χέρια, τέσσερα πόδια, δύο κεφάλια και δύο καρδιές, αλλά οι θεοί μας χώρισαν στη μέση φοβούμενοι την παντοδυναμία μας. Έτσι κομμένοι στη μέση αναγκαστήκαμε να περάσουμε τις ζωές μας ψάχνοντας αδιάκοπα το άλλο κομμάτι που μας έλειπε. Το άλλο μισό.

Κανείς ποτέ δε μας είπε, όμως, τι γίνεται όταν έχουμε χάσει ένα ολόκληρο. Κανένας δε μας έδωσε την παραμικρή ιδέα πώς να ψάξουμε για την απώλεια που έρχεται από μέσα. Ναι, εδώ που σου δείχνω. Ίσως εξαιτίας του ότι λίγοι την καταλαβαίνουν. Ακόμα όμως κι αν το κάνουν είναι τόσοι λίγοι που δε φτάνουν να πείσουν τους άλλους.

Οι πολλοί γίνονται αυτό το «δεν ξέρω πια ποιος είμαι» τέρας που σε παρακαλάει να το κοιτάξεις στα μάτια για να του μοιάσεις. Ακούω τις φωνές στο κεφάλι μου κι εκείνες τις απ’ έξω και δεν ξέρω ποια είναι ποια. Δεν ξέρω ποιος μιλάει πια. Αναγνωρίζω το πρόσωπο, αλλά όχι την ύπαρξή του. Το κοιτάζω στον καθρέφτη, αλλά δεν το βλέπω. Στον ίδιο καθρέφτη που με κοιτάζει πίσω ο μόνος εχθρός μου.

Γυρίζω πίσω στην κάθε στιγμή που με είδες να σπάω. Άραγε από πότε να έγινε τόσο σκληρή δουλειά το να είσαι μαζί μου και δε μου το είπες ποτέ; Ακόμα πιο πίσω είναι όσα κουβαλάω και με ικετεύουν να αφήσω το βάρος να με λυγίσει. Περνάω τις καλύτερες μέρες μου μαζί τους. Όπως κι εσύ τις δικές σου με μένα. Έτσι ξέρω κάθε μέρα πώς να επιστρέψω σε σένα όταν έχω πάει πολύ μακριά απ’ τον εαυτό μου.

Τις νύχτες ψιθυρίζεις νανουρίσματα στο μαξιλάρι μου, όμως εσένα παίρνει πάντα πρώτα ο ύπνος. Με μάτια να κάνουν έρωτα με την αγρύπνια μαθημένα στο σκοτάδι, παραδομένα στο ρυθμό των ανασών, σε κοιτάζω και θυμάμαι. Θυμάμαι πάλι ότι η αγάπη δεν είναι παρά το μέσα έξω στο στήθος σου. Γι’ αυτό μένει ζωντανή. Ζωντανή κι ηττημένη. Μελανιασμένη, αγνώριστη στον εαυτό της, αλλά ακόμα αναπνέει.

Το πιο αστείο με το σκοτάδι είναι ότι μπορεί να νικηθεί ακόμα κι απ’ τη μικρότερη γραμμή φωτός. Βλέπεις εσύ για μένα κι η αιτία της όρασής μου σκορπάει ζεστή ακτινοβολία και στα πιο κρυμμένα. Απρόθυμα σε άφησα  να τα σκαλίσεις κι έμαθα το ρυθμό και της δικής μου ανάσας.

Τότε που χτυπάει η καρδιά  μου ακόμα, αλλά εγώ θέλω να τα παρατήσω. Τότε που γίνομαι το άθροισμα όλων εκείνων που ποτέ δε χώνεψα στους άλλους. Τότε που σιγουρεύομαι ότι εκτός απ’ τον εαυτό μας δεν έχουμε κανέναν άλλον, αλλά εσύ πάντα με είχες με έναν τρόπο που όσο εξηγώ τόσο ξεπηδάνε κι άλλοι.

Απόψε όπως και κάθε απόψε χτύπα για μένα. Σαν καρδιά στο σώμα μου. Ύστερα μπες μέσα του ξανά. Μπες με εκείνο τον θεραπευτικό πόθο που χτυπάει σαν σφαίρα όλα τα κενά. Τα γεμίζει με τον ιδρώτα σου και τα ξεχειλίζει με τη λαχτάρα μου. Χτύπα για μένα και πάρε πάλι δικά σου τα πιο δικά μου, όταν ούτε εγώ δε μου ανήκω.

Χτύπα για μένα στη σιωπή γιατί ο κάθε ήχος ώρες-ώρες γίνεται η υπενθύμιση του να μ’ αγαπάς μέχρι να γίνω πάλι εγώ. Σήμαντρα ειδοποιήσεων να μη φύγεις. Κλείνεις τα αφτιά σου φωνάζοντας ότι δε θα πήγαινες πουθενά. Αφήνεις έξω τα παράσιτα και παίρνεις μέσα εμένα. Γελάς και μόνο που το σκέφτηκα. Κλαίω, γιατί θα το σκεφτώ πάλι.

Μένεις γιατί η αγάπη ακόμα αναπνέει. Το ίδιο κι εμείς. «Όλες αυτές οι άγρυπνες νύχτες μια μέρα θα βρουν το σκοπό τους», λέει πάλι η φωνή σου κι η ανάσα της μετράει όσες έχασα στον πόλεμο με τον εαυτό μου. Ξέρω ότι θα τον κερδίσω, όμως, γιατί οι συμμαχικές μου δυνάμεις πολεμάνε με νανουρίσματα.

 

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη