Υπάρχει μια αλυσίδα που μας κρατάει πίσω. Μία αλυσίδα που ποτέ δεν ασχοληθήκαμε να βγάλουμε από πάνω μας. Δε βρήκαμε το χρόνο που χρειαζόμασταν για να ξεσπάσουμε, να εξωτερικεύσουμε τα όσα νιώθουμε. Δε βρήκαμε το χρόνο να ακούσουμε τη φωνή μέσα στο κεφάλι μας που φώναζε να βάλουμε όλες μας τις δυνάμεις για να βγούμε από τα δεσμά. Δε δώσαμε ούτε χώρο στον εαυτό μας, μείναμε καθηλωμένοι σε ένα σημείο στενό γιατί φοβηθήκαμε το κενό που μπορεί να βρίσκαμε αν πηγαίναμε παρά πέρα. Κοιτάξαμε ίσως κάποια στιγμή να βρούμε το πώς ανοίγουν αυτές οι αλυσίδες, αλλά αποφασίσαμε ότι δεν είχε κάποιο νόημα. Και έτσι οι αλυσίδες έμειναν εκεί, να αποτελούνται από όλα αυτά που ποτέ δεν έγιναν. Όλα όσα θεωρήσαμε πιο δυνατά από εμάς.
Ποιος μπορεί να αναμετρηθεί ας πούμε με το «θέλω να μείνεις» ή με το «θα φύγω»; Θέλει θράσος το να κάνεις αυτές τις φράσεις να φανούν εύκολες και να μη φοβηθείς την αντίδραση εκείνου που έχεις απέναντί σου, ο οποίος ίσως και να έχει σπαταλήσει μια ζωή μένοντας ή φεύγοντας αντίστοιχα. Και μη ψάχνεις να βρεις το νόημα πίσω από τέτοιες φράσεις, δεν υπάρχει πάντα. Θα τρέχαμε να αποδώσουμε ευθύνες αν υπήρχε. Να πούμε στον άλλο «εσύ φταις» με το δάχτυλο σηκωμένο.
Υπάρχουν όμως κάποιες φορές που δεν έχει καμία σημασία ποιος φταίει. Χάνουν και οι δύο. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως δεν είναι διαγωνισμός, να κοιτάμε ποιος θα σταθεί όρθιος γρηγορότερα. Ας κοιτάξουμε καλύτερα να σηκωθούμε αρκετά έγκαιρα για να αρπάξουμε τη ζωή από τα μαλλιά, να τη ζήσουμε και να μας ζήσει πίσω και κάποια στιγμή θα συνειδητοποιήσουμε ότι ο χρόνος κύλισε και ποτέ δε νιώσαμε τη ζωή να μας εκδικείται, όπως τόσο έντονα φοβόμασταν γι’ αυτό το κάτι που χαλάσαμε.
Μια χαρά τα καταφέρνουμε και μόνοι μας. Και δε φοβόμαστε. Ούτε τη μοναξιά, ούτε το άδειο κρεβάτι ή ίσως το γεμάτο με υποκατάστατα, ούτε τις μέτριες νύχτες και τα χλιαρά πρωινά, ούτε τους άλλους ζευγαρωμένους, ούτε καν το μέλλον και τις προοπτικές του. Τίποτα από αυτά δε φοβόμαστε γιατί μάθαμε πια να ζούμε μαζί τους. Αυτά μας φοβούνται. Σταματήσαμε να κουραζόμαστε από την πολλή συνάφεια των σκέψεών μας, από τις ματαιώσεις και τα ανεκπλήρωτα θέλω μας. Η εξάντλησή μας έφτασε σε αυτό που νομίζαμε για όριά μας, αλλά ξαφνικά βλέπουμε ένα πλεόνασμα δύναμης που δεν ξέραμε ότι κρυβόταν μέσα μας. Και κάπως έτσι καταλήγουμε να ζούμε πραγματικά. Χωρίς δεύτερες σκέψεις και ανθρώπους που περισσεύουν. Ανακαλύπτουμε πια είναι αυτά που θέλουμε στη ζωή μας και τη διαμορφώνουμε έτσι με τρόπο που μας κάνει όταν λέμε ότι ζούμε, να το εννοούμε πραγματικά.
Κανείς δε μας ερμηνεύει ή καθοδηγεί. Αν όμως υπήρχε κάποιος, τότε πιθανότατα ο καθένας μας ξέρει ποιος θα ήθελε να έχει αυτόν το ρόλο. Γιατί όσο και αν μας ανήκει η ζωή μας πάντα θέλουμε λίγη βοήθεια σε αυτή. Βοήθεια όμως με τη μορφή έρωτα. Από αυτή που έρχεται από αέρος, γιατί αλλάζει μέχρι και η ανάσα μας όταν ο άλλος μας φιλάει, έστω και χωρίς λόγο. Βοήθεια που έρχεται από στεριά, γιατί ξέρουμε πού πατάμε ακόμα και αν δε μας έχει δείξει ο άλλος όλα τα βήματα. Βοήθεια που έρχεται από μέσα μας, γιατί τα ξεσπάσματα είναι πιο εύκολα όταν κάποιος μας καθησυχάζει. Βοήθεια που έρχεται τελικά από παντού, γιατί απλώνουμε το χέρι και είναι εκεί, σηκώνουμε το τηλέφωνο και απαντάει, γυρνάμε να κοιτάξουμε και κοιτάμε τελικά μαζί.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου