Πέρασαν κι αυτές οι στιγμές, ξέρεις για ποιες λέω, αυτές που είχες πειστεί ότι θα μείνουν για πάντα σε ‘κείνο το κομμάτι της σκιάς σου που δε βλέπεις στην άσφαλτο, άλλοτε όταν τα φώτα της πόλης κάνουν και με το παραπάνω τη δουλειά τους σε μια νύχτα που πάλι δεν κατάλαβες πώς ήρθε κι άλλοτε στο φως μιας μέρας που έγινε αύριο χωρίς ακόμα να έχεις εμπεδώσει το χθες.
Αυτό το τυφλό σημείο, που δε διακρίνεις στο μαύρο περίγραμμα που βλέπεις όταν σκύβεις το κεφάλι ή κλέβεις μια ματιά καθώς διασχίζεις το δρόμο, τόσο ίδιο πάντα, τόσο συντονισμένο με σένα, τόσο σταθερό είναι, τελικά, αυτό, που και σήμερα θα σου δείξει το άπιαστο. Όχι, μη βιαστείς να κρίνεις το περιεχόμενό μου ως κακομαθημένο απόγονο φιλοσοφικής αναζήτησης που δε βγάζει πουθενά, αλλά ως αποτέλεσμα κυριολεκτικής σημασίας.
Ίσως χρειαστούν μερικές ακόμα στιγμές από αυτές τις άλλες, που περνάνε όπως όλες, αλλά εσύ νομίζεις ότι πέρασαν χρόνια μέχρι να εμπεδώσει το μυαλό σου τι γίνεται. Κι αυτές ανήκουν στο σήμερα. Σε ένα σήμερα που σου είναι τόσο δεδομένο, αλλά και τόσο σημαντικό παράλληλα που πρέπει πάση θυσία όσα έχουν βάρος, όσα έχουν νόημα, όσα μετράνε να πρωταγωνιστήσουν στη διάρκειά του.
Παράξενα όντα εμείς οι θνητοί, έτσι; Νομίζουμε κάθε μέρα ότι είναι η πιο σημαντική μας και μέχρι να τελειώσει, χωρίς καθόλου να έχουμε αναλογιστεί αν όντως είναι, την ξοδεύουμε αλόγιστα και πιεστικά σαν να μας υποσχέθηκε κάποιος όλο το χρόνο του κόσμου δικό μας και συνάμα σαν να απειλούμαστε ότι αν δε βρούμε το νόημα τώρα θα το χάσουμε για πάντα.
Βγαίνεις πάλι στο δρόμο να φιλτράρει το μυαλό σου απ’ το φρέσκο αέρα που δεν τον ανακυκλώνουν ξανά και ξανά όλες σου οι ανησυχίες, τα άγχη, οι ανασφάλειες, όλοι οι κύκλοι που η σκέψη σου φέρνει γύρω-γύρω και κατηγορείς τον εαυτό σου που ζαλίστηκες, ενώ έπρεπε να μείνεις νηφάλιος μέχρι το τέλος για να διευθετήσεις αυτά τα σημαντικά που προέκυψαν τώρα και δεν μπορείς να αποδράσεις.
Έχεις πειστεί ότι δεν είναι σωστό κιόλας –μιας κι η κριτική σου κατέληξε ότι είναι δειλία να θες να ξεφύγεις– και κάπως έτσι γλίστρησε το σήμερα μέσα απ’ τη σκιά σου –τη μια μεγάλη και την άλλη μικρή σκιά– και το ξημέρωμά του θα φέρει ένα αμφιβόλου ποιότητας αύριο, αφού ξέχασες να ασχοληθείς με αυτά που όντως μπορείς να πιάσεις, αυτά που όντως μπορούν να σταθούν στο εσωτερικό της παλάμης σου και στο κενό της αγκαλιάς σου.
Αυτά φανερώνονται στην άκρη κάθε αναστεναγμού που νόμιζες ότι θα σε πλακώσει, στην άκρη κάθε χαρούμενης στιγμής που φοβήθηκες να μπεις μέσα της γιατί βρέθηκε μια άλλη αναπάντεχα ανάποδη, τυχαία στο δρόμο σου σήμερα, στην άκρη κάθε ματιάς που έκλεισες κι ευχήθηκες να μη σου φύγει δάκρυ, στην άκρη κάθε χειρότερου που νόμιζες ότι δεν υπάρχει όμοιό του. Στην άκρη κάθε άκρης που δεν έβγαλες δε βρήκες ποτέ, αλλά σε βρήκε εκείνη.
Σε βρήκε όταν πια όλες οι άκρες αποδείχθηκαν μέσες και τόσο αβάσταχτα προσωρινές στον κόσμο όσο κι η ύπαρξή μας η ίδια κι εσύ γέλασες όχι τόσο με τη ματαιότητα των πραγμάτων, αλλά με την ανευθυνότητά σου να θεωρήσεις έστω και για λίγο –όσο κρατάει μια στιγμή που περνάει και δε θα γυρίσει πίσω– πως ό,τι είναι σημαντικό σήμερα θα είναι κι αύριο.
Πως δε θα προχωρήσει σε ένα απέραντο ουρανό πολλών πραγμάτων και τελικά θα αλλάξει σχήμα, όψη ίσως και θέμα, όπως κάθε σύννεφο ανάλογα με την ώρα της ημέρας, της κάθε μέρας μέχρι εκείνη που πια θα το έχεις ξεχάσει και δε θα ξεχωρίζει απ’ τα άλλα σε εκείνο το αχανές τοπίο πάνω απ’ το κεφάλι σου και στο ακόμα πιο αχανές μέσα σου.
Κι επειδή, σαν περίεργα όντα που είμαστε, και πάλι οι θνητοί με την ίδια δύναμη που παρακαλάμε να απαλλαχθούμε από όλα με την ίδια δύναμη ακριβώς ζητάμε να μη μας αφήσουν γιατί δε θα έχουμε τι να κάνουμε με το κενό που θα αφήσουν φεύγοντας.
Να είσαι τόσο σίγουρος –όσο και για το όνομά σου– ότι αν κάτι, οτιδήποτε αξίζει πραγματικά, είναι σημαντικό και σέβεται το βάρος του θα υπάρχει κι αύριο ακόμα κι αφού θα έχεις φύγει κι εσύ. Γιατί σίγουρα ξέχασες μέσα στο τόσα άλλα ασήμαντα που έβαλες στο βάθρο να θυμηθείς ότι δε θα σε ρωτήσει και πόσο θα μείνει. Το αποφάσισε όσο εσύ ήσουν απασχολημένος με αυτά που αύριο ούτε που θα θυμάσαι.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη