Είμαστε όλοι άνθρωποι, σωστά; Απ’ την απαρχή του κόσμου μας δόθηκαν αρχικά ανατομικά όλα τα στοιχεία που θα μας ξεχώριζαν απ’ τα υπόλοιπα έμβια όντα με βασικότερο από όλα τη λογική σκέψη. Αυτή απ’ τη δική της απαρχή κιόλας έδωσε στις λέξεις μια τεράστια κι ενίοτε ανεξήγητη δύναμη καθιστώντας τις ικανές να περιγράφουν, να καθορίζουν κι εν τέλει να επιβάλλουν την ιδιότητά μας. Με άλλα λόγια το ρόλο μας, ποιοι είμαστε σήμερα και ποιοι θέλουμε να γίνουμε αύριο.
Κάποιοι ρόλοι, όμως, ήταν πάντα σημαντικότεροι από κάποιους άλλους, όχι γιατί κάποιος το αποφάσισε, αλλά γιατί επενέβη αυτή η ανεξήγητη δύναμη που τους καθόρισε για τα καλά στη συνείδηση όλων ως αναμενόμενα και παραδοσιακά σπουδαίους. Όπως το να είσαι γονιός.
Όπως και σε κάθε ιδιότητα έτσι και σ’ αυτή τίποτα δεν έρχεται με οδηγίες χρήσης κι αυτοί που το ξεχνάνε πρώτοι είναι τα παιδιά. Αν το δούμε απλά, πεζά και δημογραφικά ένας γονιός είναι απλά μια ακόμη ανθρώπινη ύπαρξη στον πλανήτη, που έδωσε ζωή σε άλλη μια ή και περισσότερες και τίποτα παραπάνω. Όμως η λέξη από μόνη της μας απαγόρευε πάντα να σκεφτούμε πεζά ή έστω απλοποιημένα για αυτή την ιδιότητα. Είναι τόσο επιφορτισμένη με νόημα, συναίσθημα και λόγους ύπαρξης αυτή η ιδιότητα, που ξεχνάμε ότι όντως πρόκειται για ανθρώπινα όντα όταν φέρνουμε στο νου την πολυαγαπημένη εικόνα όσων την απαρτίζουν. Αν αναρωτηθούμε γιατί για ένα λεπτό, με όση αντικειμενικότητα και ψυχραιμία μας αντιστοιχεί, θα πούμε την αλήθεια. Στον εαυτό μας, κυρίως.
Γιατί ως άνθρωποι και εμείς, κατανοώντας την τρωτή, ευάλωτη, επιρρεπή σε λάθη, αρρώστιες, κακοτυχίες και κάθε είδους αναπάντεχα ύπαρξή μας, ψάχνουμε –κάποιες φορές άθελά μας– κάτι που να την υπερνικά, κάτι που να είναι ανώτερό της, κάτι που να μην έχει σχέση με το αναλώσιμο ανθρώπινό μας. Το πιο κοντινό πριν στραφούμε στο Θεό ή σε άλλες ακόμα πιο ανεξήγητες δυνάμεις είναι οι γονείς μας. Τους αποδίδουμε πάντα ικανότητες μεγαλύτερες απ’ τις δικές μας, εγκεφάλους γεμάτους λύσεις κι αισιόδοξα φώτα στο τέλος κάθε τούνελ μας, συναισθήματα που προϋπήρχαν ανεξάντλητα κι αναλλοίωτα ακόμη και πριν την αρχή του κόσμου κι αγκαλιές που μπορούν να τον κλείσουν ολόκληρο μέσα τους όπως εμάς όταν κλαίγαμε επειδή πεινούσαμε. Αν το καλοσκεφτείτε ίσως τελικά να είναι ο Θεός και να μην το ξέρουν. Σίγουρα πάντως είναι εκεί όποτε νιώθουμε ότι αυτός απουσιάζει.
Κάπως έτσι, με όλα αυτά τα ακλόνητα στοιχεία τους να θεωρούνται δεδομένα μας φαίνεται από επώδυνο ως αδύνατο να είμαστε εμείς σωστά παρόντες όταν το ακλόνητο ανατρέπεται. Όταν γινόμαστε ο γονιός του γονιού μας, όταν καλούμαστε εμείς να εφεύρουμε την άβολη ικανότητα να νουθετήσουμε, να βάλουμε στο σωστό δρόμο, να συγχωρέσουμε, να κατανοήσουμε βαθιά ίσως από κει μέσα που ξεκινάει η ύπαρξή μας τον άνθρωπο που μας έφερε στον κόσμο, που μας τον έδειξε και να πάρουμε τη σκυτάλη, γινόμενοι ένας χάρτης που επίσης κανείς δε σκέφτηκε για αυτόν εγχειρίδιο για τη χάραξη των γραμμών και κυρίως για τα αδιέξοδά του.
Σαν αποτέλεσμα βρίσκουμε τον εαυτό μας να παλεύει να ισορροπήσει σε μια τραμπάλα που η μια άκρη της βαραίνει από όσα έχουν εμποτιστεί μέσα μας από πάντα για τον ρόλο των γονιών μας και την άλλη με την ακατάσχετη επιθυμία μας να είμαστε εκεί να σταθούν πάνω μας και την αντιστροφή των ρόλων να καταπίνεται από αυτή.
Λογικά μέχρι να τελειώσει αυτή η γραμμή οι περισσότεροι από εμάς –ίσως και χωρίς την αίσθηση του χρέους απέναντί τους– τους έχουμε πάρει αγκαλιά στην άκρη της τραμπάλας που υπάρχει η επιθυμία μας και λέμε ιστορίες στην παιδική χαρά για το πώς οι γονείς μας φοβόταν μην πέσουμε από ‘κείνη την τσουλήθρα και γελάμε που μας έκαναν ρεζίλι με τις φωνές τους ανάμεσα σε δάκρυα κατανόησης.
Γιατί έπαψε να μας νοιάζει η τυπολατρία της ιδιότητάς τους κι απλά ανοίξαμε τα αφτιά μας κι ακούσαμε την κραυγή ενός ανθρώπου που μας είχε ανάγκη, όποιος κι αν ήταν. Οι υπόλοιποι που ακόμα αδυνατείτε να πιστέψετε πώς γίνεται να κάνετε εσείς τον γονιό ξαφνικά, εκεί στην άλλη άκρη της τραμπάλας, όσο θα βασανίζεστε με το τι ορίζει ότι πρέπει να κάνει κάποιος ανάλογα με την ιδιότητά του, να θυμάστε ότι όταν βασανιζόσασταν μέσα στο τούνελ για το τι γίνεται από ‘κει και πέρα και σας έδειξαν το φως στο τέλος του με ένα «Εγώ θα είμαι εδώ ό,τι και να γίνει» δεν ήταν ψέμα ούτε ψευδαίσθηση. Το τούνελ, όμως, ήταν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη