Το μυαλό σου δεν το μπορεί πια αυτό. Η γλώσσα είναι γνώριμη, ο ήχος δεν είναι ξένος, η εικόνα είναι κοινή κι οι ρωγμές ξεκινάνε απ’ τη γνωστή τους γωνία να διακοσμήσουν το χώρο σου για μια μέρα ακόμη. Παρ’ όλα αυτά δε φαίνεται ποτέ να τη μαθαίνεις άπταιστα αυτή τη γλώσσα. Δε βελτιώνεις τις γνωστικές σου ικανότητες κι η εκτενής εξάσκησή σου στα αισιόδοξα κλισέ δεν αποδίδει πια.
Είσαι ανίκανος να μιλήσεις άπταιστα μια γλώσσα που κάνει περισσότερο θόρυβο από σένα. Που στέκεται καλύτερα από σένα, μπροστά από σένα κι ενίοτε μιλά εκ μέρους σου. Κάποιες φορές παίρνει ακόμα και τη θέση σου καθώς αποτυγχάνεις να αντισταθείς ή να αντιληφθείς το τι συμβαίνει.
Δεν μπορούμε να βγάλουμε νόημα απ’ τον πόνο. Κυριολεκτικά θα κάναμε τα πάντα για να σταματήσει έστω και για λίγο. Αλλά έχει τόσες μορφές όσες οι ρυτίδες των κυμάτων που τελικά μας τραβάνε στον πάτο, αφού πρώτα η φόρα τους μας έχει γονατίσει. Γι’ αυτό γονάτισε.
Πέσε πιο βαθιά. Πέσε πιο σκληρά. Άσε το κύμα να συγκρουστεί πάνω σου με όλες τις μορφές και τα σχήματά του. Ίσως είναι η μόνιμη μάχη μεταξύ εγκεφαλικής και συναισθηματικής ροής, ίσως μια επιλογή, ένας άνθρωπος, ένα όνειρο ή απλά εσύ. Μερικές φορές δεν είναι τίποτα από όλα αυτά κι όλα αυτά μαζί. Πιάνεις τον εαυτό σου σχεδόν να εκλιπαρεί για μια λύση. Ένα τρόπο να βγεις έξω. Ένα φως στο τέλος του τούνελ που δε θα ‘ναι τελικά το φως του τρένου που έρχεται κατά πάνω σου, όπως και τις προηγούμενες φορές.
Αναρωτιέσαι πώς θα ήταν αν το ουράνιο τόξο έβγαινε αναπάντεχα ακριβώς τη στιγμή που ετοιμαζόσουν να αγοράσεις ένα ακόμη αδιάβροχο. Ακριβώς τη στιγμή που πήγες να συνηθίσεις τη βροχή. Ακριβώς τη στιγμή που αρχίζεις να γελάς με τον εαυτό σου. Το μυαλό σου σού παίζει παιχνίδια. Ίσως και να μην υπάρχει διέξοδος. Κι έτσι γονατίζεις κι άλλο. Τολμάς να το κάνεις και με χάρη μετά από τόση εξάσκηση.
Επιπλέον κι η αξία σου δέχεται πλήγματα. Συνειδητοποιείς ότι την έχεις φυτέψει σε πράγματα που συχνά είναι εκτός του ελέγχου σου. Αυτά τα πράγματα συμπεριλαμβάνουν τα πάντα εκτός από σένα. Η ταυτότητα κι η αξία σου κατεδαφίζονται όταν τα θεμέλια που έχτιζες πάνω τους αποδείχτηκαν απροετοίμαστα. Τότε ήταν που έδωσες μια υπόσχεση στον εαυτό σου.
Να μην ξαναφυτέψεις την αξία σου σε κάτι που κάποιος μπορεί να πάρει μακριά. Τότε ήταν που αναγνώρισες δυο σημαντικά δώρα. Όταν χτίζουμε πάνω σε κάτι στέρεο κανείς δεν μπορεί να τραβήξει το χαλί κάτω απ’ τα πόδια μας. Όσο κι αν τρέμουν, όταν εστιάζουμε στο να γίνουμε εμείς αυτή η πηγή σταθερότητας αντί κάτι άλλο έξω από μας, τότε αυτό το στέρεο έδαφος γίνεται απεριόριστο.
Το έξω θα ‘ναι πάντα η διακόσμηση στις απαντήσεις, τα θαύματα και τις λύσεις που υπάρχουν πάντα μόνο μέσα μας. Το αληθινό μέσα μας ή ό,τι έχει απομείνει από αυτό στο τέλος της μέρας στο σκοτάδι ή στο φως. Σε ταραγμένα νερά ή στέρεα εδάφη. Στα μεγαλύτερα όνειρα ή στους πιο ιδρωμένους εφιάλτες. Στην πιθανότητα του να μην υπάρξει καν αύριο και κανείς να μην είναι εκεί.
Γι’ αυτό πέσε πάλι. Απότυχε πάλι. Απότυχε περισσότερο. Παράτα τα και παραδώσου στο χάος που σε κυκλώνει. Φώναξε δυνατά «Μολών λαβέ» στην απελπισία και την αγωνία που καραδοκεί πίσω από κάθε πόθο, που χαμογελώντας δειλά ευχήθηκες να γίνει πραγματικότητα. Άσε τα όνειρά σου να σε τιμωρήσουν με το αδύνατό τους και να γκρεμίσουν κάθε ελπιδοφόρα σκέψη που είχες για αυτά.
Άστα να γκρεμίσουν κι εσένα αυτή τη φορά. Κάθε φορά. Και κάθε φορά κάνε τα ερείπια τα θεμέλιά σου. Κι αυτή τη φορά. Κι αυτή τη μέρα. Κι αύριο. Η Ρώμη δε χτίστηκε σε μία μέρα, εξάλλου.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη