Όλα τα βραδιά που έχεις κάνει έρωτα με την αγρύπνια, όλες τις φορές που έτρεξες μέχρι που δεν είχες άλλη ανάσα, όλες τις φορές που νόμιζες ότι θα σου κοπεί η φωνή από τις πολλές εξηγήσεις, όλες οι ζωές που δεν έζησες, αλλά μάτωσες μέχρι να πιάσεις το νόημα ότι δεν ήταν για σένα, όλα τα λάθη που τα έπαιξες σε τραγούδια να μην ακούγεται ο λυγμός σου και όλα τα σωστά που κάνεις δεν είδε, όλοι οι φάροι που έγινες για όσους νόμιζαν ότι θα ήταν καλύτερα να πνιγείτε μαζί παρά ο καθένας μόνος, όλα τα πρωινά που δεν ήξερες πως θα νυχτώσει και όλες τις νύχτες που ευχήθηκες να μην ξημέρωναν σε αγκαλιές νανουρίσματα, όλες σου οι πράξεις και όλος σου ο κόπος και η ενέργεια του σε κρατούσαν πάντα εκεί. Στο να κοπιάζεις, να ξενυχτας και να λαχταράς ξανά και πάλι από την αρχή κάθε φορά σαν την πρώτη. Κάθε φορά λίγο πριν η εξάντληση σε κάνει έρμαιό της για όσα θες, για όσα σε θέλουν, ήξερες ότι επιτελείς τη σωστή λειτουργία του οργανισμού σου. Ότι για αυτό έχει κουρδιστεί το κορμί σου και έχει δημιουργηθεί η ύπαρξή σου από τότε που η μάνα σου χάιδευε το σπόρο της πάνω από τα ρούχα χωρίς να πιθανολογεί πώς θα καταλήξει.
Είναι πάντα τρομακτική η προσπάθεια. Για το οτιδήποτε, όσο και αν μετράει τελικά. Είναι ένας δρόμος που τον φαντάζεσαι με ανηφόρα, αλλά που τελικά σε παρασύρει σε ένα κατήφορο που δεν έχεις άλλη πρωτοβουλία παρά να συνεχίσεις μέχρι το τέλος. Όπως μπορείς. Άλλωστε βήμα βήμα άλλοτε τρέχοντας, άλλοτε έρποντας και άλλοτε απλώς νιώθοντας. Δεν είναι από εκείνους τους δρόμους που όταν έχεις περάσει αρκετά στο βάθος του τούνελ το φως είναι ένα τρένο που θα σε δεχτεί να σε πάει παρακάτω, να μην κάνεις άλλο δρόμο περπατώντας και παραπατώντας. Στο τέλος του δρόμου αυτού ίσως το φως του τρένου είναι για να τυφλωθείς και πέφτοντας με τα μούτρα πάνω στο τρένο με στραπατσαρισμένη μούρη να νιώσεις η πιο όμορφη ύπαρξη που προσπάθησε ποτέ για κάτι και -ασχέτως αν το πέτυχε- κάθε πόρος του κορμιού της το έζησε. Κάθε λεπτό ζωής που περνούσε σιγουρευόταν ότι είχε κατασκευαστεί όταν η μοίρα σου σού μοίραζε τις πολύτιμες στιγμές σου στη γη ακριβώς για να γίνει μια αξία στιγμή στο χρόνο που ασχέτως αποτελέσματος θα έχεις να λες ότι ήσουν εκεί.
Οι άνθρωποι όση ξεκούραση και αν διαλαλούμε πως αποζητάμε μόνο στην κόπωση με την ελπίδα της πραγμάτωσης τελικά θα βρίσκουμε ποιοι είμαστε και θα νιώθουμε ότι κάπου ανήκουμε. Εκεί μέσα που τα πράγματα είναι ακόμα ζεστά και συμβαίνουν, που σπαρταράει ο παλμός τους, που ακόμα κάτι γίνεται, που ακόμα κάτι μένει να κάνουμε. Γι’ αυτό και όταν δε μένει να κάνουμε τίποτα, όταν όλα έχουν τελειώσει, γιατί δε βγήκαν ή έπρεπε να βγούμε εμείς από αυτά, σκορπάνε σαν άχρηστες σακούλες σε ένα εχθρικό αέρα που μας ραπίζει το πρόσωπο με το αναπόφευκτο της πραγματικότητας. Αναρωτιόμαστε αν το ξέραμε από την αρχή ότι όλος μας ο κόπος θα έπρεπε να σταματήσει ή τελικά δε θα είχε αντίκρυσμα αν το κάναμε, αν φτάναμε ως το τέλος της γραμμής και πριν προλάβουμε να τρελαθούμε που τα χέρια μας μένουν άπραγα και άχρηστα από πράξεις πλέον, συνειδητοποιούμε πως θα τα ξανακάναμε όλα πάλι, θα τα ξαναζούσαμε και θα ξαναπέφταμε στη μάχη τους με την ίδια αυταπάρνηση, είτε σαν αφελείς είτε σαν γενναίοι.
Το ίδιο αναπόφευκτα το δυσκολότερο θα είναι πάντα να τα παρατήσουμε παρά να παλέψουμε και άλλο για αυτά. Όσο και αν θέλουμε μια ξαπλώστρα με τα πόδια απλωμένα και καμία έγνοια στον κόσμο παρά μόνο προς τα πού καίει ο ήλιος, είμαστε φτιαγμένοι για τη φουρτούνα. Για την αντάρα της θάλασσας, για το παραλίγο πνίξιμο και το τσουρούφλισμα από το αλάτι. Ξέρουμε να απολαμβάνουμε τη στεριά, αλλά η κατασκευή μας αναπνέει μόνο στο βυθό ή μεσοπέλαγα χωρίς να ξέρουμε πού, πότε και αν θα ξαναδούμε γη σίγουρη κάτω από τα πόδια μας.
Οι μέντορες που εμπιστευόμαστε θα πουν με πειστικότητα ότι καλά κάναμε και παύσαμε το πυρ. Σοφά πράξαμε και τελειώσαμε με όλο τον κόπο και το ζόρι να γίνει να το δούμε να συμβαίνει αυτό που λαχταράμε. Γιατί οι δυνάμεις ζουν μόνο αν τις σώσεις και οι ψυχές ανανεώνονται και αντέχουν μόνο αν τις προσέχεις από τη συνεχή έκθεση στην προσπάθεια. Όμως μέσα μας, πιο μέσα και από εκεί που χτυπάει η καρδιά μας, ενώ γράφει στο μέτωπο μας η αλήθεια τους και η ισχύ της συμβουλής τους εμείς δεν το κοιτάμε στον καθρέφτη για υπενθύμιση. Τα πόδια μας κοιτάμε μια ζωή. Σιγουρευόμαστε ότι είμαστε όρθιοι και σήμερα, ότι και σήμερα περπατάμε και το δεξί ξέρει να συγχρονιστεί έστω και με κόπο με το αριστερό και προχωράμε στα επόμενα. Βεβαιωνόμαστε ότι τα πόδια μας αντέχουν να μας πάνε έστω και ένα βήμα παραπέρα και ξεκινάμε πάλι να το παλέψουμε.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.