Χρειάζεται έναν ωκεανό να μη σπάσεις κι εσύ περπατάς με αράχνες που δεν έμαθαν ποτέ να κολυμπάνε. Δεν ήταν αναγκαίο ποτέ να μάθουν, τα βγάζουν πέρα στο υγρό στοιχείο. Η ύπαρξή τους λιμνάζει στο παλιό, στο χρησιμοποιημένο, σε εκείνο που εξάντλησε τη δική του ύπαρξη κι εσύ φυσάς τη σκόνη από πάνω του, για να το κάνεις να δουλέψει ξανά.
Λες και δεν τα είδες όλα μέχρι τώρα. Λες και δεν έπαιξε αρκετά μαζί σου ο βυθός, γελώντας στη μούρη σου κάθε φορά που σε έφτανε στον πάτο κι εσύ νόμιζες ότι ήταν το βάθος της αγάπης σου. Αλλά ήταν –κι είναι–, πάντα ήταν, για να μην έχει μάρτυρες εκεί μέσα βαθιά, κρυφά, στο σκοτεινότερο μπλε για να σε πνίξει.
Δεν ένιωθες μοναξιά σε καμία κατηφόρα προς την εκτέλεσή σου, γιατί οι αράχνες διακοσμούσαν όλους τους εξαντλημένους πόρους αυτού που παλεύεις να γίνει –αλλά δε γίνεται– κι η τραγική ειρωνεία που διασκέδαζε τόσο το βυθό μαζί σου, σου φαινόταν χαρούμενη κι ευνοϊκή ατμόσφαιρα για άλλη μια θυσία. Ξανά κάν’ την όπως και την προηγούμενη ή καθώς σχεδιάζεις την επόμενη.
Υπάρχει μια πολύ συγκεκριμένη διαδρομή που ακολουθείς κάθε που ράβεις, κόβεις, συμμαζεύεσαι κι επιδιορθώνεσαι για να την έχεις αυτή την αγάπη. Είναι μακριά και χαράζει μια λεπτή γραμμή στο διάβα της, σαν το σύρμα που κάθονται τα πουλιά λίγο πριν πάψουν να τραγουδάνε. Κι είναι κάθε φορά η ίδια. Άλλωστε, ο δαίμονας που ξέρεις, είναι καλύτερος από αυτόν που δεν ξέρεις -κι η φωνή του φτάνει και περισσεύει για να φιμώσει τα πουλιά.
Καμιά φορά το βλέπεις μπροστά σου σαν ταινία, τα μεσημέρια που νιώθεις πως δεν αντέχεις, ονειροπολείς πάνω στο τζάμι του παραθύρου αγάπες να κρατάνε την ομπρέλα μέχρι το ουράνιο τόξο, που δεν παρατάνε το κουπί για να επιπλέουν, γιατί απ’ το βυθό δε γύρισε ποτέ κανείς ίδιος, που η σκόνη τους είναι απ’ τα αστέρια κι οι αράχνες σε αυτές τις σχέσεις έχουν αλλεργία.
Όμως οι ταινίες πετυχαίνουν γιατί ο κόσμος θέλει να ξεγελαστεί κι εσύ δεν το τρως το παραμύθι της –καλά από μέσα– αγάπης, άμα δεν πονάει. Αν δε νιώθεις ότι κάποιος σε τραβάει απ’ τα μαλλιά για να σε φέρει βόλτα στον έρωτα, δεν αξίζει. Εσύ το ξέρεις, γιατί η δικιά σου αγάπη σου χάρισε μια λάμπα και σου είπε «είσαι το φως μου». Εσύ δεν αντέχεις τη λάμψη που καίει ρεύμα αλλά θυσία το μεσημέρι που το κατάλαβες, περίμενες να έρθει το βράδυ.
Με φώτα σβηστά τα χιλιόμετρα που έκανες για να κοιμηθείτε μαζί φαίνονταν λιγότερα, αλλά ποιος τα υπολογίζει αυτά τώρα; Θα το ξανάκανες, γιατί κι αυτή τη φορά που το δικό σου σώμα είναι το μόνο στο κρεβάτι δε φτάνει για να την τυλίξουν οι αράχνες, να αυτοκτονήσουν τα πουλιά και να πιάσεις τον πάτο.
Έτσι, κόβεις, ράβεις και σουλουπώνεσαι πάλι για να φτάνεις την αγάπη. Να έχεις πλεόνασμα να της δώσεις εσύ, για να μην αναρωτιέται ποτέ ξανά κανείς για το αρκετό και το λίγο. Λίγο είναι αυτό που έκανες πάλι. Θέλει κι άλλο. Αρκετό θα ήταν αν είχες κι αρκετές απαντήσεις τα μεσημέρια, αν είχες κάτι να σου πεις όταν ζητάς κι άλλη μια φωνή στο δωμάτιο πέρα απ’ τη δικιά σου.
Ίσως να μην έφτανε ούτε κι αυτή, γιατί τίποτα δε φτάνει όταν κάτι δεν είναι από μόνο του αρκετό.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη