Πόση αξία έχουν άραγε οι λέξεις μας; Η μήπως έχει μεγαλύτερη αξία το τι κάνουμε με αυτές; Σίγουρα όποιες και αν είναι οι απαντήσεις εδώ, καμία δεν περιέχει τη λέξη σπατάλη μέσα. Δε συνάδει με την αξία ούτε τη μεγάλη ούτε τη μικρή. Άρα τις σπαταλάμε χωρίς νόημα όταν το κάνουμε. Ωστόσο το κάνουμε και επειδή η σπατάλη των λέξεων ποτέ δεν καταλήγει στον τοίχο, αλλά πάντα στους άλλους, στα αφτιά τους, στην επιρροή τους, στη γνώμη τους, στη ζωή τους την ίδια. Κάθε φορά που αρχίζουμε και μιλάμε για μας ποτέ δε σκεφτόμαστε να πούμε λιγότερα. Ενίοτε είναι σαν μια κατηφόρα. Την πήραμε και δεν έχει σταματημό μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποιούμε ότι έχουμε πει αρκετά.
Θέλουμε πάντα η αλήθεια είναι να μιλάμε για μας στις άλλους, σημαντικούς ή μη, να αναπαράγουμε λέξεις, εικόνες, να δίνουμε παραδείγματα, να μοιραζόμαστε συναισθήματα, να τους φέρουμε πιο κοντά ή έστω να τους κάνουμε κάτι να διαμορφώσουν άποψη για μας. Μια άποψη, μια διευκόλυνση, μια κατάσταση, ένα πάρε-δώσε που θα κάνει την ανθρώπινη επαφή πιο αληθινή.
Όμως μοιραία έρχεται πάντα η σπατάλη στα λεγόμενά μας. Λέμε και λέμε και όλο λέμε και ξεχνάμε -καμία φορά και εσκεμμένα- ότι όσο πιο πολλά λέμε τόσο πιο πολλά θα θέλουν να μάθουν και τόσο μεγαλύτερη άποψη θα έχουν και άλλο τόσο θα θέλουν να την επιβάλλουν κάποια στιγμή. Χωρίς φίλτρο ή μέτρο, τα λεγόμενά μας είναι και μια είσοδος στη ζωή μας, όχι από την πίσω πόρτα, αλλά από την κύρια και ενίοτε οι άλλοι θα στρογγυλοκαθίσουν και στη δική μας θέση απαιτώντας παραπάνω. Να ξέρουν παραπάνω, να συμμετέχουν παραπάνω. Είναι ανθρώπινο -ίσως να συγκαταλέγεται και στις αδυναμίες-, αλλά δεν παύει να έχει μια βάση ανάγκης και συναισθήματος το να θέλουμε πάντα να μοιραζόμαστε τις ζωές μας. Μικρά ή μεγάλα κομμάτια τους. Κρυφά και φανερά.
Αν αρχίσει να γίνεται αδιακρίτως σε όποιον έχει την καλή προαίρεση να ακούσει, αρχικά νιώθουμε αποδεκτοί και ίσως και ανακούφιση, γιατί το βγάλαμε από μέσα μας. Στην πορεία καταλαβαίνουμε -ίσως καμία φορά και στη μεγάλη πορεία σε βάθος χρόνου, κάτι που ποτέ δεν είναι υπέρ μας- ότι δώσαμε δικαίωμα εισβολής στη ζωή μας που δύσκολα μπορούμε να το πάρουμε πίσω. Αυτόματα, λοιπόν, οι λέξεις γίνονται μια πράξη ενάντια στον εαυτό μας, έστω και αν δεν κάναμε καμία πράξη απολύτως και μείναμε μόνο στο μπλα-μπλα. Και μιας και ο χρόνος δε θα γίνει φίλος μας και όσες λέξεις είπαμε δεν μπορούμε να τις πάρουμε πίσω, ούτε καν να τις τροποποιήσουμε, να τις δώσουμε άλλου ή να τις κάνουμε να σημαίνουν κάτι άλλο, πρέπει να σκεφτούμε καλά αν μπορούμε να κάνουμε το δόσιμό τους να αξίζει. Αυτό ξεκινάει σίγουρα με το σε ποιον αξίζει να γίνει το δόσιμο. Πού να στρέψουμε το κεφάλι και την ομιλία μας για να πιάσει τόπο;
Και η λύση σε αυτό είναι απλή, πάντα οι άνθρωποι που θα αξίζει να μοιραστούμε πολλά ή λίγα, δε θα ζητάνε τίποτα. Όσες πόρτες και να τους ανοίξεις στη ζωή σου πάντα θα ρωτάνε αν μπορούν να μπουν μέσα, δε θα μπουκάρουν. Γι’ αυτό αν δε θες να το κάνεις για σένα, το να μαζεύεις τα λόγια και να επιλέγεις πού αξίζει να ειπωθούν και σε ποια ποσότητα, καν΄το για αυτούς τους ανθρώπους. Καν’ το για αυτούς και απόδειξέ τους ότι άξιζε που δε ζήτησαν τίποτα και κυρίως ποτέ κουβέντες μεγάλες ή μικρές.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.