Να νιώθεις κι εσύ το ίδιο σε αυτή τη στροφή άραγε; Όπως απλώνεται η μουσική μέσα σου λέξη-λέξη, γύρισμα το γύρισμα, μήπως νιώθεις όπως εγώ; Έρχεται σε κύματα πάνω στο πρόσωπό μου. Περνάει μέσα από τα αυτιά μου, κάνει ένα γύρω στο κεφάλι μου, ενώνεται με τους τοίχους το σώμα μου και αποσυνδέει όσα είναι έξω από το παράθυρο. Άλλοτε το κύμα αυτό είναι δροσιά, ξεπλένει κάνα δάκρυ ή το ανακατεύει με το αλάτι του να μην ξεχωρίζει ποιο είναι ποιο και άλλοτε κάνει κήρυγμα στα πάντα σαν σπάει σερβίτσια στον τοίχο και εγώ πατάω πάνω τους με πόδια γυμνά.
Αν ακούς το ίδιο τραγούδι απόψε στειλ’ το μου. Αν ακούς άλλο μάθε το μου. Μονίμως κολυμπάμε και όταν πιάνουμε στεριά κανείς πια δεν τραγουδάει, όλοι μόνο μιλάμε. Μέχρι που δεν έχουμε πια τίποτα να πούμε, ενώ ακόμα δεν έχουμε πει ούτε τα μισά. Πόσες και πόσες λέξεις δε σπαταλήσαμε, ενώ τα έλεγε όλα μόνο μια; Γι’ αυτό αν κάτι τραγουδάς τώρα που ξέρουμε και οι δυο πως δε φτάνει όποια λέξη και να εφευρεθεί, πες μου να τραγουδήσω κι εγώ. Λίγο από ρεφρέν και λίγο από μελωδία με σύντομο νόημα, αλλά με μακρύ δρόμο και θα βρω πού έπρεπε να είχα σταματήσει να περπατάω. Πού δεν χρειαζόταν να κάνω τίποτα άλλο, παρά μόνο να γίνω ένας στίχος, να αφεθώ σε ένα ρυθμό και όπου με βγάλει. Αυτά τα κάνουν μόνο οι γενναίοι θα μου πεις. Δεν είναι όλα τα τραγούδια γι’ αυτούς, θα σου πω εγώ.
Τραγουδάνε ακόμα και όσοι δεν μπόρεσαν, όσοι φοβήθηκαν, όσοι πήραν πίσω, όσοι ξυπνάνε μόνοι και δεν το χρεώνουν σε κανέναν. Μαζί με αυτούς που πάντα κάτι λείπει και σε μας που πιστεύαμε ότι τα είχαμε όλα, αφιέρωσε μια μελωδία. Στειλ’ τη σαν ευχή, σαν παρηγοριά χωρίς δράμα, σαν πουλί που θα ξαναφύγει και, να ξέρεις, θα πει και όσα δε σκεφτήκαμε ποτέ.
Όσα ο νους μας δεν πρόλαβε, γιατί πάντα ήθελε να προλάβει κάτι που ούτως ή άλλως θα του γλιστρούσε. Και έτσι αλλάζουν οι εποχές με όσα δεν έγιναν, με όσα δεν γίναμε εμείς, με όσα θα ήθελα να γίνεις και με όσα με είδες να μη γίνομαι και έχω ένα στίχο κάτω από τη γλώσσα, εκεί ακριβώς που με φιλούσες, που θέλω να σε φτάσει πριν βάλω το τραγούδι να παίξει πάλι.
Ήμασταν τυχεροί και το ξέρεις στο δικό μας πάλι. Τίποτα δεν ήταν το ίδιο τίποτα, δεν επαναλαμβάνοταν. Όλα ήταν αυθεντικά και στην ώρα τους. Τίποτα δεν ήταν φάλτσο και ούτε μας έκανε να περιμένουμε να μάθει να τραγουδάει τη ζωή μας. Και όμως εμείς αργήσαμε. Μέχρι να μάθουμε τα λόγια η μπάντα είχε κατέβει από τη σκηνή. Όσοι έμειναν μας χειροκρότησαν, αλλά μόνο που τελικά καταλάβαμε πως έπρεπε να είχαμε φύγει νωρίτερα. Και αν με ρωτήσεις, γιατί μείναμε ως τόσο αργά ακόμα και όταν η μουσική είχε σωπάσει θα σου πω γιατί δεν μπορούσαμε να σωπάσουμε εμείς. Μιλούσαμε σε εαυτούς και αλλήλους και μιας και τώρα δε μιλάμε πια, στείλε μου αυτό το τραγούδι που σε κλωτσάει από τη θέση σου να με σκεφτείς και έλα με όσα λόγια του θυμάσαι -ας είναι και λίγα και λιγότερα- να γίνουμε η έμπνευση του.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.