Και κάπως έτσι ξεκινάει.
Στην αρχή είναι ο διακαής πόθος να τα βγάλεις όλα έξω. Να πεταχτούν οι λέξεις στο χώρο, αλλά όχι να σκορπίσουν, όχι να χαθούν στον αέρα, να συγκεντρωθούν όλες μαζί κατευθυνόμενες με το μένος που τις πασπάλισες προς αυτό το ένα και μοναδικό πρόσωπο που σου δημιούργησε την επιθυμία να αφήσεις ανεξέλεγκτη αυτή την επιθετική ορμή.
Λογικά το ίδιο κάνει κι η άλλη πλευρά. Άλλωστε, ας μην γελιόμαστε. Αν ήταν μονόλογος δε θα αυξανόταν η επιθυμία σου να εκτοξεύσεις όλο και περισσότερες λέξεις με κάθε καινούργια που βγαίνει απ’ το στόμα σου. Όσο ο καβγάς συνεχίζει τόσο εσύ όσο και το έτερον σου ήμισυ κάνετε πού και πού παύσεις είτε για να υπολογίσετε την επόμενή σας κίνηση ή κουβέντα είτε απλά για να επεξεργαστείτε –μάταια εφόσον το κεφάλι σας βράζει και στη θερμοκρασία του αδυνατεί να είναι παραγωγικό– τι έχετε μόλις ακούσει.
Συνήθως, αυτό είναι το σημείο που και τα δύο αντίπαλα ερωτευμένα μέλη που απαρτίζουν τη μάχη δεν ακούνε εκείνη την άλλη φωνή. Όχι εκείνη της λογικής, όπως βιαστήκατε να μαντέψετε, αλλά αυτή της αιτίας. Αυτή που είναι κρυμμένη πίσω από όλα τα προφανή που έχουν γεμίσει το χώρο ανάμεσά σας και δε σας αφήνουν να ενωθείτε όπως και πριν. Ή και καλύτερα.
Αυτό που κάνει τη φωνή της αιτίας άξια ύπαρξης κι επομένως αρκετά ισχυρή να δώσει απαντήσεις είναι ότι κατεβάζει τα ρολά σε όλες τις υπόλοιπες ερωτήσεις ικανοποιώντας μόνο μια: Γιατί; Γιατί διαφωνούμε πάλι; Γιατί σου φωνάζω; Γιατί μου φωνάζεις εσύ; Γιατί δεν τελειώνει όλο αυτό να κοιμηθούμε αγκαλιά -ή έστω απλά να κοιμηθούμε;
Γιατί στην ουσία, δεν τσακώνεσαι γι’ αυτό το λόγο που πιάσατε κι οι δύο στο στόμα σας ώρες, μέρες, ή ακόμα και βδομάδες πριν, αλλά για τον αντικατοπτρισμό του. Για όσα απ’ τον εαυτό σας είδατε στην εκδήλωσή του. Έτσι ένας καβγάς δεν είναι ποτέ ο ίδιος παρών στο κενό ανάμεσά σας, αλλά τα όσα είστε, θέλετε, γίνεστε και θα συνεχίσετε να γίνεστε κάθε φορά που στριμώχνεστε. Γιατί τότε σε αυτόν τον περιορισμένο, ενίοτε αποπνικτικό, χώρο που σας δίνει ο αντικατοπτρισμός, θεμελιώνεται λέξη τη λέξη, φορά τη φορά το ποιοι είστε.
Σε δεύτερη αλλά κι εξίσου σημαντική μοίρα και το πόσο θέλετε να είστε αυτό που δείχνει κατάφωρα ο αντικατοπτρισμός μέσα σε αυτό που έχετε και τελευταίο αλλά ποτέ καταϊδρωμένο το αν όντως το θέλετε αυτό που έχετε. Αυτό που επίτηδες παραλείπουν οι οδηγίες του γιατί –μιας και πρέπει υποχρεωτικά κι επίπονα να ανακαλύψουμε μόνοι μας πού είναι κρυμμένο– είναι η αντίληψή του, η απόλυτη κατανόηση από εμάς του τι συμβαίνει, τι ακριβώς είναι αυτή η νέα πληροφορία που μόλις μπήκε στη ζωή μας από εμάς τους ίδιους, σε ζωντανή διάδραση με το έτερόν μας ήμισυ και την αντανάκλαση αυτής της πληροφορίας στη ζωή μας, εν τέλει.
Και συνήθως τότε είναι που την πατάμε. Κυρίως γιατί νομίζουμε ότι η εμπέδωση όλων αυτών θα έρθει χωρίς το έτερόν μας ήμισυ. Νομίζουμε ότι θα πετύχουμε να καταλάβουμε περισσότερα παίρνοντας απόσταση ή κι ενίοτε φεύγοντας.
Ξεχνάμε να πάρουμε αγκαλιά ο ένας τον άλλον κι όλα αυτά που μπήκαν ανάμεσά μας να πάθουν ασφυξία στον μηδενικό χώρο που αφήσαμε ανάμεσά μας. Ξεχνάμε ότι ο έρωτας δεν είναι τίποτα άλλο από ένας μυς μνήμης κι αν δεν υπήρχε αυτός να μας θυμίζει όσα είμαστε, ο αντικατοπτρισμός δε θα έβρισκε ποτέ έδαφος να συμβεί.
Ξεχνάμε ότι όταν ψάχνουμε το χέρι του άλλου κάτω απ’ τα σκεπάσματα με την αγωνία μήπως το κορμί του έχει αντικατασταθεί από κάποιο φάντασμα που άδειασε τη μεριά του στο κρεβάτι, μέχρι τελικά να το βρούμε και να ησυχάσει η καρδιά μας ότι το κουράγιο μας να δούμε την αντανάκλαση δεν το χτίσαμε μόνοι. Ήταν αυτή η δεύτερη καρδιά στο κρεβάτι που μας βοήθησε μόνο με το άγγιγμα ενός χεριού τη δύσκολη ώρα.
Γι’ αυτό κι απόψε, όπως και κάθε βράδυ, ψάξε πάλι να το βρεις, αναζήτησέ το έστω και με τις πλάτες σας θυμωμένα γυρισμένες και κράτα το γερά μέχρι να βγει ο ήλιος. Μέχρι να έρθει το πρωί. Κάθε πρωί. Γιατί αυτό κρατάει και τον καθρέφτη που σε αντανακλά. Ούτε κι αυτό το λέει στις οδηγίες.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη