Μείνε. Άπλωσε τα χέρια σου να μου δείξεις πού είμαστε. Ίσκιους θα κάνουν τα δάχτυλά σου καθορίζοντας το «εδώ» και η καυτή αντηλιά απ´έξω θα λούσει με το φως του «εκεί», του «πέρα, μακριά» όσα δε φτάνω.
Κάθε τόσο ψάχνω το νήμα τους να βρω από πού ξεκινάνε αφού ποτέ δεν τελειώνουν. Στα σκοτάδια που ξέχασαν πως τα έψηνε την ίδια μέρα, ένας ανελέητος χρυσός κύκλος, το αλουμινένιο φεγγάρι με τρομάζει για να μη σταματήσω να σου γράφω ιστορίες γι’ αυτά.
Είναι ζεστά εδώ μέσα και μυρίζει σώμα, οι κουρτίνες θροΐζουν απ’τις ανάσες μας κι εκείνη η φωνή απ´έξω φτάνει και πάλι, έστω και μακρινή. Σαν να χαμήλωσες την τηλεόραση και το αυτί σου πιάνει πού και πού κάτι απ´τις διαφημίσεις. Αλλά αποκωδικοποιώ τη βαβούρα. Θα ξημερώσει μια Τετάρτη που θα μας βρει ακίνητους, με τυφλά βλέμματα, αγκαλιασμένους να έχουμε αδειάσει ο ένας μέσα στο σώμα του άλλου ό,τι κουβαλήσαμε
απ´έξω. Ό,τι έκανε χώρο εκεί βαθιά στη σκοτεινή σπηλιά μου, ήρθε η φωνή να με πάρει να το ξαναφέρω εδώ.
Θα φύγω γιατί ξέρω ότι θα ξαναγυρίσω. Θα φύγω για να ψάξω όσα βρήκα σ’ ένα σου «έχεις φάει σήμερα;» Θα φύγω ν’ ανακατέψω την αύρα μου που ξέρει ότι το να ανέβεις το βουνό είναι για να δεις πόση ανηφόρα έχει μείνει, κι όχι για να καμαρώνεις την κορυφή σου, με τη θολούρα του άγνωστου. Αυτού που δεν ήρθε ακόμα ή αυτού που δεν αναγνωρίζω σαν νόθο κρυφό, ενοχικό σπλάχνο. Πλασάρω μια τάχα γενναιότητα προκαλώντας το να φανεί, ενώ το είχα υποψιαστεί σε μια αντανάκλαση ζωής στην κουζίνα.
Θα φύγω με μια φυγή που απέχει από την τάση γιατί ποτέ δε θα’ναι της μόδας η ύπαρξή σου να έχει παραρτήματα σε όλους τους δρόμους. Να περπατάει τις λεωφόρους με καρδιά ζέστη από παλιές θερμοκρασίες μιας αθωότητας, που τη μεγάλωσαν κρυμμένες κάτω από το δέρμα. Αυτό που σκάει ασφαλές στον ήλιο του εδώ κι ανατριχιάζει στη συννεφιά του εκεί.Εκεί που δεν ξέρω πώς το λένε αλλά η στόφα του από παλιό ντουλάπι που φυλάει τα αναγνωστικά του σχολείου συλλαβίζει λέξεις και σκαρώνει αφηγήσεις που ξέρω πως δε θα τελειώσουν. Βλέπεις πόσο μοιάζει με μας το φευγιό;
Θα φύγω σαν αποφασιστικός απόηχος μουσικής στο σινεμά που στο φινάλε η ψυχή σου βρίσκεται ανάμεσα στα μάτια και στο μέτωπο γιατί πρέπει να το πάρεις απόφαση το «αυτό είναι κι αν σ´αρέσει». Αλλά κλαις. Έγραφες τις νότες σε όλα τα προαποφασισμένα και τα ρεφρέν τα συνήθιζα. Όπως το νερό που χωρίς τραλαλά δεν τρέχει στο ντουζ ενώ αυτό των ματιών θα κάνει το δικό του, όποια υπόκρουση κι αν του βάλεις.
Θα φύγω για τα τραγούδια που δεν αφιέρωσε κανείς. Για τους μονοσύλλαβους φόβους που δεν έγιναν προτάσεις. Για τα ποιήματα που προοριζόταν για διευθύνσεις σπιτιών και δε στάλθηκαν ποτέ. Γι’ αυτούς που μιλάνε μόνοι τους αλλά δεν τους απαντάνε ούτε οι φωνές των άλλων. Για τις μανάδες που περιμένουν περήφανες ιστορίες αλλά μαγειρεύουν γρήγορα και πρόχειρα σε όλα τα «πεινάω», να μπουκώσουν τα στόματα που και σήμερα δεν τις έχουν.
Για όσα θυμάμαι ότι έβλεπα κι υπήρχαν και τώρα όσο τα αγγίζω με εκδικούνται. Για να φορτωθώ να σου φέρω από κει έξω, στο εδώ μέσα, όλα αυτά που δε μας αγαπάνε. Που παίζουν φθηνή πρόζα στο έργο μας όταν με κυκλώνεις για να σιγουρεύεσαι ότι αγαπάω εμένα. Γιατί έτσι ασφαλίζεις σε όλους σου τους πόρους ότι αγαπάω και σένα.
Εγώ θα φύγω κι εσύ θα με ψάξεις στα μάτια που βλέπεις στον καθρέφτη του αυτοκινήτου. Στα μεσημέρια που σου λείπω στο πλήθος. Σε όσα σε πλήγωσαν κι εγώ μετέτρεψα σε λόγια του «μια φορά κι έναν καιρό» να έχεις να λέτε με ‘κείνους τους απρόσωπους να περνάει η ώρα. Θα με ψάξεις στα χέρια που κρατιούνται με αγάπη. Όχι με πόθο, έρωτα ή ανάγκη. Αυτά τα αγαπημένα που δεν ανήκουν σε κανένα σώμα παρά μόνο στο δικό τους.
Όπως ούτε εγώ, ούτε εσύ, ούτε κανείς από όσους συναντώ εκεί έξω. Χάνομαι μαζί τους χωρίς αντίσταση στη φευγάτη φύση μου. Φεύγω για να έχω να σου λέω κάθε φορά που με ψάχνεις και με βρίσκεις πως σε παίρνω πάντα μαζί μου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου