Κατά καιρούς, σ’ όλες τις πιθανές περιγραφές που έχουν χρησιμοποιηθεί -ίσως και στις μελλοντικές- η έννοια λέξεων όπως «φαινόμενο», «μόδα», «τάση», αποφεύγει διακριτικά την έννοια της λέξης «πραγματικότητα», η οποία κατέληξε να είναι η μόνη που μπορεί να συντηρήσει επαρκώς τις προεκτάσεις, τις συνέπειες και το μέλλον όλου αυτού που γίνεται.
Η αλήθεια είναι ότι λίγη αντίληψη έχουμε για την εδραίωση αυτής της πραγματικότητας, μιας κι αντί να καθίσουμε να σκεφτούμε, να ρωτήσουμε το διπλανό μας, να ανοίξουμε την πόρτα ή έστω το παράθυρο αναζητώντας εξωτερική ανταπόκριση κι επαφή, πιάνουμε αμέσως το κινητό μας, τον υπολογιστή μας, την τηλεόραση, κάτι με οθόνη τελοσπάντων. Αφού βγάζει πολλά φώτα και αστραφτερά χρώματα, το κρατάμε.
Οι περισσότεροι, ακόμα κι όσοι εμπιστευόμαστε, έσπευσαν να θεωρήσουν τα social media σημάδι των καιρών, πέφτοντας πολύ μέσα και πολύ έξω την ίδια στιγμή. Η εδραίωσή τους στη ζωή μας, η επιρροή τους και ο καταλυτικός τρόπος που καταφεύγουμε τόσο φυσικά σ’ αυτά, είναι όντως σημάδι του καιρού μας αλλά ενός καιρού που δεν περνάει για να έρθει άλλος.
Αναζητώντας περισσότερα, πολύ περισσότερα από τεχνικά χαρακτηριστικά, συνειδητοποιούμε γρήγορα, ίσως γρηγορότερα από την ταχύτητα που τρέχει η σύνδεση του internet, ότι τα ρούχα μας δεν είναι η τελευταία λέξη της μόδας, η στάση του σώματός μας δεν είναι σαν εκείνου που έχει το όνομα του με όλα τα φώτα πάνω, το φόρεμά μας δεν το κρατάνε τέσσερις, το κοστούμι μας είναι από τις εκπτώσεις, το αυτοκίνητο και το σπίτι μας ακόμα τα χρωστάμε, κι όχι, δε φτάνουν όσα βγάζουμε για να πάρουμε κι εκείνο το κάστρο που ανέβασε στο Instagram το ζευγάρι με τους 2 εκατομμύρια ακόλουθους, τα τέλεια δόντια και τους τρεις σκύλους.
Στο πλαίσιο του πειράματος που έλαβε χώρα στο Κέντρο Χαρτογράφησης του Εγκεφάλου Ahmanson-Lovelace του UCLA, οι επιστήμονες, αφού έδειξαν στους εθελοντές φωτογραφίες και βίντεο επί δώδεκα λεπτά σε οθόνες κινητών και υπολογιστών, κατέληξαν ότι από ‘κει ξεκινάνε όλα. Από τον εγκέφαλο. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα ίδια κυκλώματα του εγκεφάλου που ανάβουν όταν τρώμε σοκολάτα ή κερδίζουμε χρήματα, ενεργοποιούνται κάθε φορά που αποζητάμε μεγάλους αριθμούς like ή τους δημιουργούμε.
Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα να πούμε ότι όσο αυξάνεται ο αριθμός φίλων και ακόλουθων, τόσο μειώνεται η ικανότητα πραγματικής επικοινωνίας, η οποία αναπόφευκτα θα επιφέρει αποτυχημένες διαπροσωπικές σχέσεις κάθε είδους. Με τη σειρά τους αυτές, θα επιφέρουν χαμηλή αυτοεκτίμηση -εν μέρει βασιζόμενη και στα άπιαστα, καλοστημένα πρότυπα που επιδεικνύονται στα μίντια και την πολυφορεμένη κατάθλιψη που έχει γίνει τόσο κοινή ανάμεσά μας που την αντιμετωπίζουμε σαν γρίπη.
Μόνο που η μοναξιά που μας τυλίγουν με φιόγκο οι οθόνες δεν περνάει με απλή αντιβίωση. Κάθε φορά, είναι σαν να στέρεψε ο κόσμος γύρω και προσπαθούμε να τον ανακατασκεύασουμε, πατώντας κουμπιά πάνω σε ακριβά τετράγωνα κουτιά για να δηλώσουμε την παρουσία μας. Να φωνάξουμε ότι είμαστε εδώ, να καταλάβουν ότι υπάρχουμε κι αφού το κάνουν, να μας πουν πώς πρέπει να υπάρχουμε, μην τυχόν και προχωρήσει ο κόσμος χωρίς εμάς σε ένα βαγόνι και μείνουμε απέξω.
Αλλά να σου πω κάτι; Όσα like και να πατήσει ένα χέρι, εμείς θα θέλουμε να μας πάρει αγκαλιά, να μας χαϊδέψει και να μας απαλλάξει από κάθε άγχος κατωτερότητας. Να μας θυμίσει ότι όπως και οι άλλοι, έτσι και μεις, για να μην το βρήκαμε ακόμα αυτό που ζητάμε και σκρολάρουμε ανελέητα πάνω κάτω, λογικά, ψάχνουμε όλοι στο λάθος μέρος.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου