«Ορμόνες, γυναίκες, ρε φίλε, παλιογκόμενες» και παρόμοιου τύπου φρασεολόγιο συνοδεύει τις απανταχού απογοητεύσεις, ξενερώματα κι ακατανόητα του γυναικείου φύλου. Μεταξύ μας κι εμείς οι γυναίκες οι ίδιες έχουμε επιδοθεί σε τέτοιο ανελέητο φρασεολόγιο –εντάξει, ίσως και λίγο πιο έντονα– όχι μόνο κατά καιρούς, αλλά ενίοτε σε όλους τους καιρούς.
Ωστόσο χωρίς καμία πρόθεση να αποτελέσω καμία πηγή αστείρευτης γνώσης εδώ να σε ενημερώσω ότι αυτό δεν έχει φύλο. Ναι, καλά διάβασες, δεν έχει. Υπάρχει μια αιώνια αμοιβαιότητα και κοινοτοπία στις αρσενικές και θηλυκές συμπεριφορές που καταντάει τόσο κλισέ όσο τα «Οδηγάει σαν άντρας ή κλαίει σαν κοριτσάκι» που καταρρέουν από μόνα τους κάθε φορά που μια γυναίκα αλλάζει λάστιχο με την ίδια ευκολία που αλλάζει κραγιόν και κάθε που ένας άντρας κλαίει με τον Τιτανικό την 25η φορά που τον έχει δει με την ίδια ευκολία που παθιάζεται με το γκολ της ομάδας του.
Όμως όσο δελεαστικό κι αν είναι, δε θα επιδοθώ σε κανένα φεμινιστικό μανιφέστο τώρα, αν κι είναι κοινό μυστικό ότι αυτό είναι ο ηθικός αυτουργός στο έγκλημα-φρασεολόγιο.
Το οποίο πάντα εμπλουτίζεται και με λέξεις όπως «ξινή», «ψωνισμένη» –κι άλλες χειρότερες, παραδέξου το– για εκείνη τη γυναικεία ύπαρξη που δεν ανταποκρίθηκε όπως θα ήθελες ή όπως θα σου άξιζε. Αυτό που ξεχνάς –άθελά σου γιατί κάτι τέτοιες ώρες ο εγκέφαλος δεν μπορεί να τα επεξεργαστεί πολλά πράγματα μαζί, πόσο μάλλον τα σωστά– είναι πως κι εσύ το έχεις κάνει.
Είναι αυτές οι αντιδράσεις όταν ανάβει το κινητό σου, που περίμενες ώρα ανυπόμονα να συμβεί, είσαι με παρέα, το κοιτάς λοξά και τάχα αδιαφορείς όταν έχεις το όνομα του αποστολέα. Δεν απαντάς αμέσως, κάποιες φορές ίσως και μετά από ώρες γιατί φοβάσαι ότι αν το κάνεις θα φανεί η επιθυμία σου στην οθόνη, η οποία κάθε άλλο παρά ελεγχόμενη είναι εκείνη την ώρα. Εφαρμόζεις αυτό που πια έχει μετατραπεί σε τακτική με την ονομασία «δύσκολος να πιαστεί».
Είναι εκείνη η φορά που απάντησες κάτι αδιάφορο ή μυστήριο που κάπου αλλού είχες ακούσει ή αποφάσισες εκείνη τη στιγμή ότι θα ήταν ασφαλέστερο για να καλύψεις γρήγορα με το ήχο της φωνής σου αυτόν της καρδιάς σου που πήγαινε καλπάζοντας απ’ το «μου αρέσεις» στο «σε θέλω» και μετά απλά σηκώθηκες κι έφυγες, κάνοντας πανηγυρική έξοδο απ’ το στρίμωγμα όσων φοβόσουν να δείξεις.
Είναι εκείνη η φορά που δεν εμφανίστηκες ποτέ ενώ σε περίμενε αποφασίζοντας ότι καλύτερα να μην πας γιατί μετά φοβάσαι ότι δε θα θες να φύγεις καθόλου. Είναι εκείνη η στιγμή που αποφάσισες να μην παρεκκλίνεις απ’ το πρόγραμμά σου για να τη δεις ή να συνεχίσεις απερίσπαστος την καθημερινότητά σου, γιατί φοβήθηκες ότι αν την κάνεις προτεραιότητα δε θα λάβεις το ίδιο πίσω. Λογικά, κάπως, με κάποιο τρόπο, κάποια στιγμή τα έκανες όλα αυτά κι εσύ και το κορίτσι που λες «ξινή» ή «αδιάφορη».
Ακόμα πιο λογικά δεν μπορεί κανείς να μας εγγυηθεί ότι αν δεν τα κάνουμε θα έχουμε τα αποτελέσματα ενός χολιγουντιανού, ειδυλλίου στον ήλιο. Ότι όσο πιο πολύ ανοιχτούμε τόσο πιο πολλές πιθανότητες έχουμε να πετύχουμε ή να πάρουμε ό,τι μας αξίζει, αλλά δε νομίζεις ότι το να χαρακτηρίζουμε με φράσεις της κακιάς ώρας κάτι που κάνουμε όλοι –ανεξαρτήτως φύλου, καταγωγής ή εμπειριών– σαν άμυνα σε κάτι που δεν ξέρουμε πώς να χειριστούμε μειώνει σημαντικά αυτές τις πιθανότητες;
Μην απαντήσεις σε μένα. Απάντα στο κορίτσι. Σήμερα άσε το κινητό σου –αφού πρώτα με διαβάσεις– και πήγαινε να τη βρεις. Και καμία ερώτηση να μην απαντήσετε και κανένα συναίσθημα να μη διαχειριστείτε, να είσαι σίγουρος ότι κι αυτή είναι το ίδιο φοβισμένη, αποπροσανατολισμένη κι αμυντική, καραδοκώντας από που θα της έρθει, όσο κι εσύ.
Αν μη τι άλλο δημιουργούν από μόνα τους ένα δέσιμο τόσα κοινά, δε νομίζεις; Ο Τζακ κι η Ρόουζ (βλέπε Τιτανικός ) είχαν πολύ λιγότερα και παρ’ όλα αυτά έμειναν στην ιστορία. Στην τελική, δεν μπορεί κανείς να σου εγγυηθεί ότι το πλοίο δε θα βουλιάξει –ή ότι δε θα το κάψεις εσύ ο ίδιος γιατί βαρέθηκες και θες να πιάσεις στεριά επιτέλους–, μπορείς όμως να εγγυηθείς στον εαυτό σου ότι θα βρεις το σωστό χέρι να κρατάς μέχρι να φτάσεις τον πάτο της θάλασσας ή έστω ότι θα αφήσεις τον εαυτό σου να ψάξει για αυτό χωρίς περισπασμούς ταμπελών.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη