Συνήθως ξεκινάει από αυτόν τον αιώνιο άγραφο κανόνα του να μην κάνουμε αυτό που δε θέλουμε να κάνουν και σε μας. Πάντα αυτός ο κανόνας απαρτίζεται στα μέρη του απ’ τα κακά πράγματα. Τα άβολα, αυτά που στριμώχνουν, αυτά που υποψιάζεται το προαίσθημά μας, αλλά τα χώνει όλο και πιο πίσω να μη φαίνονται, αυτά που δεν αντιμετωπίζονται πρόσωπο με πρόσωπο κι οι εναλλακτικές διαχείρισης, όπως μηνύματα, αναπάντητες κλήσεις κι αδιαφορία, δίνουν και παίρνουν.
Όλα αυτά, εν τέλει, που δε θα θέλαμε να βιώσουμε γιατί δεν ξέρουμε πώς. Δεν υπάρχει γύρω μας κανένα παράδειγμα. Κι όλοι όσοι ξέρουμε τα αποφεύγουν και τα ξορκίζουν. Όμως αν τελικά συνέβαιναν, αν τελικά έμπαιναν μέσα στον οργανισμό μας έχοντάς τα βιώσει, αν τελικά γινόταν μια συλλογική κατάργηση του «δε θέλω να μου το κάνεις, γι’ αυτό δε στο κάνω», αλλά επικρατούσε, σιγά-σιγά και με όσο κόπο κι αν έπαιρνε, το «θα κάνω αυτό που νιώθω, χωρίς να το κλείσω σε πρότυπο», τότε μαζί με τα απωθημένα θα καταργούνταν σίγουρα και τα ερωτηματικά. Θα έπαυαν όλες οι διφορούμενες καταστάσεις που δεν ξέρεις, όπως σίγουρα δεν ξέρει κι ο άλλος τι πονάει πιο πολύ· η απόρριψη ή η καθυστέρησή της.
Για να μη γίνουμε κακοί, γιατί δε θυμόμαστε και κανέναν να πήρε το ρίσκο να κυκλοφορήσει με τη στάμπα του κακού κι αυτού που απέρριψε, ματαίωσε όνειρα και προοπτικές, έσβησε ελπίδες για ευτυχισμένες ζευγαρωμένες μέρες κι εξέλιξη ρομάντζου, γινόμαστε ευγενικοί. Υιοθετούμε αυτό το είδος της ευγένειας, της καλοήθειας και της ευπρέπειας, που είναι τόσο όσο για να μην αποθαρρύνουμε τον άλλον, αλλά να μη νιώθουμε τύψεις κι οι ίδιοι.
Η κουλτούρα αυτή διαιωνίζεται από σχέση σε σχέση κι άνθρωπο σε άνθρωπο, ώσπου γίνεται ένα μαζικό στάνταρ συμπεριφοράς που έξω από αυτό, όποιος δηλαδή δρα έξω απ’ το κουτί της ευγένειας που καταντάει χαζομάρα, και σέβεται αρκετά τον εαυτό του και τον απέναντι και τολμά να τον στεναχωρήσει με την αλήθεια, γίνεται αυτόματα μια ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου κι εξαίρεση, στην καλύτερη, κι ένας βλάκας χωρίς συνείδηση, στη χειρότερη.
Και κάπως έτσι, για να μην ανήκει κανείς στις ειδικές κατηγορίες αλλά στη μάζα της δειλίας, οδεύουμε όλοι μόνο προς τον δρόμο που χάραξε το «για να μη σε πληγώσω θα σου φερθώ σαν να μην καταλαβαίνεις ότι κάτι πάει λάθος». Θα σου υποτιμήσω τη νοημοσύνη ότι δεν είναι, μωρέ, εμφανές ότι θέλω να σε απορρίψω, γιατί κατάλαβα ότι δε μου κάνεις ή για χίλιους άλλους δυο λόγους, θα ρίξω το φταίξιμο στις συγκυρίες, στον καιρό που περνάει και στην κακιά μοίρα. Τα πάντα αρκεί να μην ανήκουμε σε αυτήν την άλλη κατηγορία.
Που δε θα έπρεπε καθόλου να ‘ναι η άλλη, αλλά η κανονική, η μόνη οδός για να συμβαίνουν τα πράγματα ανάμεσα στους ανθρώπους. Χωρίς επίθετα και χαρακτηρισμούς, αν είναι κάποιος καλός επειδή δεν απορρίπτει και κακός επειδή το έκανε. Χωρίς επαναπροσδιορισμό κάθε φορά της έννοιας «ευγένεια», ξεχνώντας ότι είναι μεγαλύτερη αγένεια να ζει κάποιος στην άγνοια ή στην αγωνία αν θα υπάρχει κι αύριο στη ζωή μας ή όχι.
Από όλα όσα μαζοποιημένα μας σερβίρει η κοινωνία κι υιοθετούμε αμάσητα κι άκριτα, ίσως το «οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους» να ‘ναι και το πιο ακέραια σωστό, όταν έρχεται στην απόρριψη κάποιου από μας ή τη δική μας από κάποιον άλλον. Αν, ωστόσο, στο τέλος δε μείνουμε φίλοι είτε από σπόντα, είτε από πίκρα, είτε από ό,τι άλλο κυβερνάει τους νόμους της απόρριψης, σίγουρα θα ‘ναι για όλα αυτά κι αλλά τόσα, κι όχι γιατί είπαμε την αλήθεια.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη