Λογικά θα νομίζεις ότι κάθε φορά το κάνω για να προκαλέσω αντίδραση. Για να ‘χουν να ασχολούνται μαζί μου, να παιδεύονται και να αναρωτιούνται απ’ το τι σκέφτομαι και τι θέλω πάλι, μέχρι το πού έχω σκοπό να το φτάσω. Να σκαρφίζονται τρόπους να μου αλλάξουν γνώμη, ή έστω να με προειδοποιήσουν, ή να με πείσουν πως κάνω λάθος.
Γι’ αυτό κάθε φορά που λέω «όχι», ξεκινάει τόσο αυθόρμητα, σαν με το πάτημα ενός κουμπιού, σαν το ζέσταμα μιας μηχανής που σκοπό έχει να πάρει φορά, μια σειρά από εξηγήσεις. Μακροσκελείς προτάσεις που ξανασκέφτομαι και διατυπώνω πότε μέτρια και πότε σωστά, για να ‘χουν την κατάλληλη μεταφορά και κατανόηση εκεί που έπρεπε να υπάρχουν μόνο τρία γράμματα στην απάντησή μου και να προχωράμε στο επόμενο θέμα, αν υπάρχει. Αν δεν υπάρχει, ίσως και καλύτερα, γιατί μπορεί τα πολλά λόγια να μην είναι τελικά φτώχεια, αλλά σίγουρα δεν είναι και πλούτος.
Αυτά τα τρία γράμματα, ένα απλό «όχι», δε σημαίνουν ότι θέλω να με πείσεις, ούτε απαρτίζονται από στενούς ορίζοντες ξεροκεφαλιάς, που δεν ανοίγουν στις άλλες εναλλακτικές περιπτώσεις. Σίγουρα, θα πρέπει να σημαίνει το ίδιο αυτόματα ότι δέχομαι να το συζητήσουμε και να εξηγήσω τι ακολουθεί και προϋποθέτει το «όχι», αλλά όχι να εξηγηθώ. Θα καταλήξω σύντομα να απολογηθώ για κάτι που έτσι θέλω να ‘ναι, γιατί έτσι είμαι εγώ ή έτσι τα ‘φερε αυτή η άρνηση, και να ταυτιστώ με το ρεύμα του καιρού που θέλει όσους αρνούνται να διακατέχονται από τάση για νάζια, από διακαή πόθο να τραβήξουν την προσοχή, γιατί το «όχι» σε σέρνει πιο βαθιά στα «πώς» και τα «γιατί» από το «ναι» κι από διάθεση για καπρίτσια, «έτσι θέλω», και κάθε άλλου είδους παραξενιές χαρακτήρα.
Ενώ είναι απλώς ένα «όχι». Άλλη μια απάντηση που το τόσο εύκολο «ναι» –που μας βομβαρδίζει ολημερίς με κλισέ του τύπου «πες “ναι” στη ζωή», «“ναι” στην περιπέτεια», «“ναι” στη μέρα που θέλει να την αδράξεις», «“ναι” σε όλα εκείνα και τα αλλά»– καθιερώνει το «όχι» σαν κάτι ιδιότροπο, αν όχι σπάνιο, ενώ παίζει στις πιθανότητες και στο παιχνίδι το ίδιο σθεναρά όσο επιλέγουμε να το ξεχνάμε.
Αν πάλι καμία φορά η άρνηση από μόνη της σε κάνει να φύγεις, γιατί, από όσα έχεις ξεχάσει, θα θυμάσαι ότι δε θέλω να με πείσεις, τότε συνέχισε να προχωράς. Συνέχισε τον δρόμο που νομίζεις ότι σου έδειξε το «όχι», εξαντλώντας όλες τις πιθανότητες του τι νόμιζες ότι θα ζούσαμε –τόσο σπουδαίο ή τόσο δικό μας– αν με έπειθες αλλιώς, που δε θα το ζήσουμε αν δε γίνει τίποτα αλλιώς παρά μόνο το «όχι».
Συνέχισε να προχωράς. Δε χρειαζόμαστε ούτε εγώ ούτε εσύ άλλες αγωνίες κι ερωτηματικά, άλλα «τι θα γίνει αύριο, αν δε γίνει εκείνο;», άλλα φτιασιδώματα του εαυτού μας και των ατελειών μας να το φτάσουμε, άλλα ατελείωτα πηγαινέλα να καλύψουμε μια απόσταση που ωστόσο θα μεγαλώνει, γιατί καμία φορά φτάνουν λέξεις τόσο μικρές, με τόσο αδιάφορα γράμματα, να μας δείξουν πως δεν κάνουμε μαζί.
Ή δεν κάνουμε για να προσπαθήσουμε, ή να μπούμε σε αυτόν τον μύλο που θα μας αλέθει παρέα για να αντέχουμε να παλέψουμε τη ζωή και χώρια. Δεν κάνουμε, αν ένα «όχι» ή εκατό σημαίνουν για ‘σένα να μου αλλάξεις γνώμη και για ‘μένα απλώς άλλη μια γνώμη. Ή άλλη μια κατάσταση, άλλη μια αίσθηση ή συναίσθημα που αξίζει τη θέση και το βίωμά του, γιατί δεν αποκλείει πράγματα, όπως κατά καιρούς έχει αποδοθεί σε όλες τις αρνήσεις, αλλά δείχνει μια όψη τους που είναι μόνο για όσους θα την τολμήσουν.
Για όσους θα θέλουν να πάνε παραμέσα από όσα τους έμαθε το «ναι» ή παραμέσα σε όλα με όλες τις συνέπειες και τις διακυμάνσεις. Για όσους θέλουν να τους ψήσουν και να τους δείξουν, κι ας μην είναι γενναίοι, κι ας μη γίνουν ποτέ, αρκεί που το έπιασαν ότι το «όχι» τις περισσότερες φορές όσο δε σημαίνει «πείσε με» άλλο τόσο σημαίνει «νιώσε με».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη