Αν μπορούσες να μιλήσεις στον χρόνο θα το έκανες. Θα έφερνες τη ματιά σου ένα γύρο ή απλά θα εστίαζες στο κενό, θα άνοιγες το στόμα σου και θα του έλεγες, να περιμένει αρχικά. Γιατί τότε δε θα είχε τόση σημασία το ότι περνάει και δε γυρίζει πίσω. Έτσι τίποτα δε θα ήταν ασυγχώρητο, τίποτα απαρηγόρητο. Όλα θα είχαν την επιλογή να παγώσουν και να σουλουπωθούν κάπως. Έστω κι αν το ξέρεις πως όταν θα άρχιζε πάλι την πορεία του προς το μέτρημα ο χρόνος, όσες διορθώσεις και να πρόλαβες δε θα άλλαζαν το αποτέλεσμα στο τέλος. Ύστερα, θα του έλεγες αυτό ακριβώς. Να ξανασκεφτεί τον τερματισμό του. Την κατάληξή του. Γιατί στο κάτω κάτω και η ζωή η ίδια διέπεται από τόσους κύκλους τόσα χτίζω και ξαναγκρεμιζω για να χτίσω πάλι που το κάθε τέλος υποχρεωτικά θα έπρεπε να έρχεται πακέτο με μια αρχή.
Θα πρόσθετες σίγουρα και τις επιλογές. Αυτών των σημαντικών σου ανθρώπων και το πώς έπεσαν πάνω σου άλλοτε σαν χαλάσματα σε μια στιγμή κι άλλοτε αργά κι επιβραδυντικά σαν ζεστό μέλι από το κουτάλι. Και τις δικές σου. Θα έλεγες στο χρόνο να μην είναι τόσο καθοριστική η στιγμή που παίρνονται. Να μην αλλάζει πεπρωμένα, πορείες και καρδιές τόσο απότομα σαν τσιρότο που πρέπει να ξεκολλήσει. Να ηχούσε ένας συναγερμός έξω τουλάχιστον, ή να νιώθαμε μια δόνηση μέσα στα σωθικά μας κάθε φορά που αυτό που θα επιλέγαμε θα έφερνε τη ζωή μας σε τέτοια τροχιά που τελικά θα μαθαίναμε και τι είναι ζωή. Είτε με τον συναγερμό είτε με τη δόνηση θα ξέραμε, ότι ακόμα και ανάσα επιπλέον να πάρουμε θα έχει σημασία.
Αυτά σκέφτεσαι κάθε που πλέον δεν μπορείς να κάνεις κάτι. Μιλάς στον χρόνο σαν υπνοβάτης ή προσποιείσαι πως όλα αυτά δεν τα έχεις σκεφτεί ποτέ. Γιατί το «ποτέ» να είναι μια στιγμή στο χρόνο που να μετράει άλλωστε; Γιατί πολύ απλά υπάρχει. Όπως και το «πάντα». Όπως και το κάθε λεπτό που περνάει ασχέτως αν το καταγράφει λεπτοδείκτης ή όχι. Ασχέτως αν το κατάλαβες ή όχι. Γιατί υπάρχει τόσο, όσο αυτά που δεν μπορείς πλέον να πράξεις, να ενεργήσεις πάνω τους και να επηρεάσεις πώς θα κυλήσουν την κάθε μέρα, την κάθε ώρα.
Δεν είναι ότι έχασες την ευκαιρία, άλλωστε εφόσον ο χρόνος υπάρχει δίνει μια ευκαιρία καινούργια σε κάθε ανάσα που ακόμα παίρνεις, είναι ότι απλά τη μετέθεσες την ευκαιρία. Πέταξες το μπαλάκι της στον χρόνο, να αφήσει αυτός τα πράγματα να πάνε, να δώσει αυτός κατεύθυνση και σχήμα, να πάρει αυτός ευθύνη. Κι εσύ απλά έκατσες πίσω, άναψες τσιγάρο και παρακολούθησες το ματς που ήταν η ζωή σου να ζητάει τάιμ άουτ. Στα αποδυτήρια ζήτησε και πήρε αλλαγή με άλλο παίκτη. Την πραγματικότητα. Αυτή που απλώθηκε στο γήπεδο και είπε στον χρόνο να κάτσει στον πάγκο γιατί θα είναι πάντα αναπληρωματικός όσο εσύ ο ίδιος και μόνο είσαι ο βασικός. Κι έτσι η ζωή σου έδειξε γιατί αξίζει να παίξεις, να μπεις στον αγώνα και να ρισκάρεις όσο εσύ ακόμα τα έβαζες με τη διαιτησία γιατί τώρα που ο χρόνος έκατσε στον πάγκο όπως και του άρμοζε, ποιος θα πάρει την ευθύνη για τη ζωή σου;
Εσύ και μόνο, ούτε ο χρόνος που ούτως ή άλλως είναι ανεξάρτητος γιατί είναι απτόητος, ούτε το οτιδήποτε άλλο δεν ευθυνόταν, την ημέρα που μπορούσες να μείνεις αλλά έκλεισες πίσω σου την πόρτα νομίζοντας ότι θα έχεις άπειρες ευκαιρίες να ξαναμπεις. Εσύ πήρες ευθύνη για την κάθε απώλεια ή ατυχία που την άφησες να σε προπονήσει για να μπορείς τελικά να γίνεις ο σημερινός παίκτης. Εσύ ήσουν υπόλογος για την κάθε φορά που είπες «ναι μαμά θα κάνω ό, τι πεις» γιατί το να ορίζει το ποιος είσαι μια μάνα, ένα σπίτι ένα επάγγελμα είναι πιο ελαφρύ από το να τους δώσεις το νόημα που μόνο εσύ ξέρεις. Εσύ πήρες ευθύνη ακόμα και για αυτά ή εκείνον τον έναν που είναι αναντικατάστατοι αλλά όχι στη ζωή σου.
Είναι δύσκολο να είσαι εσύ. Η ζωή είναι το πιο δύσκολο που μας έχει τύχει ούτως ή άλλως. Ίσως να μην είσαι φτιαγμένος γι’ αυτό ίσως και να μη θες να είσαι. Είσαι όμως και ζωντανός. Ακόμα θες, ακόμα υπάρχεις. Γι’ αυτό ζήτα από σένα όσα θα ζήταγες από τον χρόνο, από τη μαμά, από εκείνο το φίλο. Από σένα και μόνο και όταν βρεις πώς γίνονται, όσα γίνουν κι όσο αντέχεις να τα κάνεις, να θυμάσαι πάντα ότι ο χρόνος σε ανταμείβει χωρίς να του ζητήσεις τίποτα. Σε ανταμείβει και μόνο που υπάρχει γιατί κάνει κι εσένα να υπάρχεις.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου