Είναι πραγματικά φανταστικό πως υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω που ζουν τις ζωές τους βασισμένες σε εκείνο το αίσθημα, στο ένστικτο, που τους καθοδηγεί σιωπηλά όταν όλα γύρω τους κάνουν φασαρία. Είναι λες και έχουν έμφυτη μια ρύθμιση που τους επιτρέπει να ακούν προσεκτικά αυτό που λέει το σώμα τους, η καρδιά και η ψυχή τους, και να το ακολουθήσουν τυφλά χωρίς πολλές ερωτήσεις, ξέροντας ότι δε θα τους απογοητεύσει.

Δεν υπάρχει τίποτα πιο δυνατό άλλωστε από το να εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου. Να ακούς αυτά που έχει να σου πει και να ακολουθείς τη διαίσθησή σου, αφού εκείνη ξέρει πότε να σε προστατεύσει, πότε να σε αφήσει να ρισκάρεις και πότε να κάνεις πίσω. Γι’ αυτό κι εκείνοι που έχουν την τύχη να αισθάνονται, να διαισθάνονται και να ψυλλιάζονται τι πρόκειται να γίνει, συνήθως παίρνουν πιο αβίαστα αποφάσεις και ζουν χωρίς να συμβαδίζουν μονίμως με τη λογική. Κάποτε, πίστευα ότι το ένστικτο κι η διαίσθηση είναι κάτι που ή έχεις ή δεν έχεις, κάτι με το οποίο γεννιέσαι, και αυτόματα γνωρίζεις πώς να το ακούς και να το εμπιστεύεσαι. Η αλήθεια είναι πως το ένστικτο είναι όντως έμφυτο, όμως μπορείς να το δουλέψεις, να μάθεις να το ακούς και να το αφουγκράζεσαι περισσότερο.

Το ένστικτο, το gut feeling, η διαίσθηση, η έκτη αίσθηση ή όπως αλλιώς κι αν ονομάζεται, είναι η φυσική, εσωτερική και έμφυτη παρόρμηση του ανθρώπου που δε βασίζεται σε κάποια λογική σειρά σκέψεων. Είναι δηλαδή εκείνο που περισσότερο αισθάνεσαι παρά σκέφτεσαι, εκείνο που σε οδηγεί προς μια κατεύθυνση ασυνείδητα, που μπορεί να είναι ίδια ή αντίθετη με εκείνη προς την οποία το μυαλό σου σου λέει λογικά να κατευθυνθείς. Το ένστικτο λίγες φορές βγαίνει λανθασμένο κι αυτό επειδή βασίζεται σε ένα πρότυπο υποσυνείδητων αναμνήσεων.

 

 

Οι αναμνήσεις εκείνες που βρίσκονται καταγεγραμμένες στο άδυτα του μυαλού ευθύνονται για την επίγνωση, αρά και τη διαίσθηση, που μπορεί να έχουμε για ένα γεγονός που πρόκειται να συμβεί. Είναι λες και επειδή κάποτε ζήσαμε ξανά ίδιες ή παρόμοιες καταστάσεις το μυαλό ανακαλεί τα συναισθήματα εκείνα, ώστε να μας βοηθήσει. Έτσι, το σώμα αντιδρά σε αυτό το πρότυπο αναμνήσεων και δημιουργεί εκείνο που αποκαλούμε ένστικτό. Η δυναμική που κατέχει το σώμα μας πολλές φορές είναι πιο έντονη από εκείνη του μυαλού. Όταν το μυαλό συνεχίζει ακάθεκτο να σκέφτεται και να αναλύει πιθανά σενάρια, να ψάχνεις λογικές εξηγήσεις και απαντήσεις με μαθηματική ακρίβεια, το σώμα απλώς αισθάνεται και είναι σε θέση να αποφασίζει με λιγότερη προσπάθεια.

Και πώς αναγνωρίζεις πότε η διαίσθησή σου προσπαθεί να σου πει κάτι; Αν δεν ανήκεις σε εκείνους τους τυχερούς που έχουν αυτή την έμφυτη τάση εντονότερα αναπτυγμένη από τους υπόλοιπους, δίνοντας απλώς χώρο και χρόνο στο μυαλό σου να συνδεθεί με το σώμα σου, ώστε να μπορέσει να κατανοήσει καλύτερα εκείνα που αισθάνεσαι και να στείλει σήμα ότι κάτι συμβαίνει ή πρόκειται να συμβεί. Μπορείς ακόμα να δουλέψεις με το ένστικτό σου και να το φέρεις πιο κοντά σου, αφού εκείνο θα «μιλήσει» μόνο όταν εσύ του δώσεις σημασία κι αφεθείς στα χέρια του.

Εσύ, δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα παραπάνω από να αφεθείς και να εμπιστευτείς τον ένστικτό σου για να του δώσεις δύναμη. Κάθε φορά που νιώθεις εκείνον τον κόμπο ή τις πεταλούδες στο στομάχι, εκείνο το βάρος στο στήθος ή το μούδιασμα, να ξέρεις ότι είναι το ένστικτο κι η διαίσθησή σου που προσπαθούν να σε βοηθήσουν να κατανοήσεις καλύτερα τα πράγματα γύρω σου. Γι’ αυτό, σημασία έχει τις ώρες που το σώμα σου αντιδρά θετικά ή αρνητικά σε κάτι που συμβαίνει, να μπαίνεις στη διαδικασία να ψαχτείς. Να βλέπεις πιο βαθιά, να ακούς καλύτερα και να αναρωτιέσαι γιατί αισθάνεσαι αυτό που αισθάνεσαι όταν για παράδειγμα ένας άνθρωπος σού αγγίζει το χέρι.

Μήπως το σώμα σου θέλει κάτι να σου πει; Η αντίδραση του σώματος είναι πολλές φορές η απάντηση. Το νιώθεις, το αισθάνεσαι, το ξέρεις. Κι αυτό είναι το ένστικτο, η διαίσθηση ή όπως λένε στο χωριό μου το gut feeling. Γιατί τελικά αν το μέσα σου σου λέει ότι κάτι συμβαίνει, κατά 90% όντως κάτι συμβαίνει!

Συντάκτης: Δέσποινα Κυριάκου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.