Λίγο ο ήλιος, λίγο η θάλασσα, λίγο η αγάπη μας για καφέ, βόλτες, ανέμελη ζωή, πάρτι και ξενύχτια, θα πίστευε κανείς ότι Ελλάδα και Κύπρος είναι από τις πιο χαρούμενες χώρες του κόσμου. Ο χαρακτήρας μας αλλά κι η ρετσινιά ότι εμείς ως λαοί δεν πτοούμαστε ό,τι κακό κι αν μας βρει, ότι δε μας επηρεάζει καμία οικονομική κρίση, καμία καταστροφή, έβαλαν τον πήχη ψηλά για την καλοπέραση και τη ζωή που κατακλύζεται με ατελείωτα βράδια αξημέρωτα χορεύοντας, σπάζοντας πιάτα και πετώντας λουλούδια.
Θυμάμαι, προ κοβιντ, όταν έμενα και δούλευα μόνιμα στην Ισπανία, είχα τη χαρά να δουλεύω με ανθρώπους από διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες. Κάθε φορά που έλεγα σε κάποιον ότι είμαι Κύπρια, πως μιλάω ελληνικά και γενικότερα πως η χώρα μου έχει μια εξαιρετικά άμεση σχέση με την Ελλάδα, το πρώτο που άκουγα ήταν ενίοτε το όνομα του Βέρτη κι άλλοτε τη γνωστή έκφραση «Όπα». Μου έλεγαν πόσο ελεύθεροι, χαλαροί και πάντοτε χαρούμενοι και φιλόξενοι είναι οι Έλληνες και πόσο δεν πτοούνται και βγαίνουν να διασκεδάσουν και να χαρούν τη ζωή ανεξαρτήτου μέρας, μήνα, χρονιάς, οικονομικής κατάστασης, και προβλήματος. Κι ενώ στον έξω κόσμο η εικόνα που αφήσαμε να περάσει δείχνει μια ζωή γεμάτη ευκολίες, χαρά και καλοπέραση το Institute of Quality of Life έχει μια άλλη γνώμη.
Η έρευνα διεξήχθη ανάμεσα σε 200 πόλεις από ολόκληρο τον κόσμο κι επικεντρώθηκε περισσότερο στον τρόπο με τον οποίο κάθε πόλη ενεργεί ώστε να προάγει την ευτυχία και τη χαρά στους πολίτες της. Εξετάστηκαν κλάδοι και σημεία όπως η εκπαίδευση, η οικονομία, η προσβασιμότητα, η περιβαλλοντική ατζέντα της κάθε πόλης, οι τέχνες, το κατά πόσο υπάρχει συνεχής ανάπτυξη της πόλης αλλά κι ευκαιρίας και δραστηριότητες στις οποίες μπορούν να συμμετέχουν όλοι οι πολίτες. Μέσα λοιπόν από τη συλλογή των δεδομένων αυτών οι μελετητές κατάφεραν να εντοπίσουν την πιο χαρούμενη πόλη αλλά κι εκείνη με τη χαμηλότερη βαθμολογία κατατάσσοντάς την στην τελευταία θέση.
Στο νούμερο ένα βρίσκεται η πόλη Άαρχους της Δανίας, στη δεύτερη θέση το Άμστερνταμ της Ολλανδίας, στην τρίτη θέση η πόλη Μπέργκεν της Νορβηγίας, στην τέταρτη θέση η πόλη Μπρίσμπεϊν και στην πέμπτη θέση η Καμπέρα της Αυστραλίας. Κι ενώ η λίστα είναι μακροσκελής κάπου εκεί βρίσκονται και δύο πόλεις που γνωρίζουμε λίγο καλύτερα: μια της Ελλάδας και μια της Κύπρου. Εκείνο ωστόσο που θα σας κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι πως καμία από αυτές τις δύο πόλεις δε βρίσκεται στη δεκάδα, ούτε καν στις πρώτες είκοσι, ούτε καν στις τριάντα. Κατ’ ακρίβεια, η Αθήνα βρίσκεται στη θέση 163 κι η Λευκωσία στη τελευταία θέση!
Καμία από αυτές τις δύο πόλεις δεν κατάφερε να φτάσει ένα σκαλί πιο ψηλά, λίγο πιο πάνω και να κατέχει μια καλύτερη βαθμολογία κι εν τέλει θέση ανάμεσα στις πιο χαρούμενες πόλεις του κόσμου. Καμία από αυτές τις δύο, φανταστικές κατά τη γνώμη μου, πόλεις δεν μπόρεσε έστω να βρεθεί εκεί που πίστευα ότι θα τις έβρισκα και σίγουρα διαβάζοντας το άρθρο δεν πίστεψα ότι θα τις ανακάλυπτα στον πάτο της λίστας. Γιατί τόσο κάτω; Τι πραγματικά πήγε λάθος; Και πώς τελικά μετριέται η «χαρά» και η «ευτυχία» που κατακλύζει μια πόλη; Γιατί ενώ η εικόνα μας για τη ζωή, τις πόλεις, την κουλτούρα και την κοινωνία μας μοιάζει συναρπαστική στον έξω κόσμο μα τελικά δεν είναι; Μάλλον κάπου ανάμεσα στον καφέ, τις χαλαρές βόλτες, τα ουζάκια, τα μπουζούκια και την καλοπέραση, χάθηκε πραγματικά η λέξη ευτυχία. Κρύφτηκε γιατί ίσως τίποτα από όλα όσα ζούμε δεν την περιγράφουν πια.
Και τελικά με ποιον τρόπο περιγράφεται η ευτυχία; Δεν είναι κουμπί για να ανάψει και να σβήσει, μα είναι ένα σύνθετο φαινόμενο που όπως αποδείχθηκε δεν αρκείται στις απλές απολαύσεις τις ζωής μα χρειάζεται ανάπτυξη κι εξέλιξη επί καθημερινής βάσης. Είναι μια καλή, βασική και ίση εκπαίδευση για όλους, μια οικονομία που να συμπεριλαμβάνει τον κάθε πολίτη ξεχωριστά κι όλους μαζί, μέσα μεταφοράς που σε κάνουν να ντρέπεσαι που δεν τα χρησιμοποιείς, πολλαπλοί χώροι πρασίνου και συνάμα περιβαλλοντική συνείδηση για να διατηρούνται πάντα καθαροί, στροφή προς τις τέχνες, τα καλλιτεχνικά δρώμενα, την κουλτούρα, ελεύθερη πρόσβαση, συμπερίληψη. Ευτυχία είναι αυτά που μοιάζουν δύσκολο, πολύπλοκο κι ακατόρθωτο να γίνουν, να υπάρχουν λες κι ήταν εδώ από πάντα, λες και χωρίς αυτά δεν μπορεί κανείς να ζήσει.
Πηγή φωτογραφίας: visitnicosia.com
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου