Κι εκεί που νομίζαμε ότι το να βρίσκαμε διαμέρισμα μόνοι μας, να μετακομίζαμε και να μπαίναμε σε μια κατάσταση που όλα πια περνάνε από το χέρι μας θα ήταν δύσκολο, τόσο δυσκολότερο ήταν τελικά όταν για διάφορους λόγους «αναγκαστήκαμε» να γυρίσουμε στο πατρικό μας. Κάναμε τα αδύνατα δυνατά να πάμε όσο πιο μακριά γινόταν, ο κάθε ένας για δικούς του λόγους· για να αισθανθούμε και να ζήσουμε την ελευθερία μας, να αδράξουμε την κάθε μέρα όπως μας αρέσει χωρίς πρέπει και μη, χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις, να κάνουμε αυτό που γουστάρουμε όποτε κι όταν το θέλουμε.
Αν όχι όλοι, οι περισσότεροι από εμάς, κάποια στιγμή στην εφηβεία μας περιμέναμε μ’ ανυπομονησία εκείνη την ώρα, την ώρα που το δωμάτιό μας θα άδειαζε μια και καλή. Και τα καταφέραμε, φύγαμε, βγήκαμε και πήγαμε άλλοι για σπουδές, άλλοι για δουλεία, άλλοι από έρωτα έξω από το ασφαλέστερο μέρος που θα μπορούσαμε να έχουμε -το σπίτι μας. Κάναμε το όνειρο πραγματικότητα, ζήσαμε μόνοι μας. Μέχρις ώτου έπρεπε να επιστρέψουμε πίσω στην παιδική μας φωλιά. Αυτό που δεν κάναμε ωστόσο, ήταν να εναρμονιστούμε με την πιθανότητα ότι οι γονείς μας θα έμεναν χρονικά στη στιγμή της απουσίας μας. Κι έτσι, πιστέψαμε πως δε θα μας αντιμετώπιζαν πια σαν τα 17χρονα παιδιά που έφυγαν κάποτε με βάρκα την ελπίδα. Πόσο λάθος κάναμε!
Η αλήθεια είναι ότι για όποιο λόγο κι αν επιλέξει κανείς να επιστρέψει στο πατρικό του, δεν περιμένει ν’ αντιμετωπίσει την ίδια κατάσταση όπως την άφησε. Θεωρούμε ότι η αντιμετώπιση που θα έχουμε από τους γονείς μας στα 24, 25 ή και 30 μας θα είναι εντελώς διαφορετική. Εγώ, ας πούμε, δεν περίμενα ποτέ ότι στα 25 μου χρόνια -λίγο η πανδημία, λίγο η ανεργία και λίγο η μαυρίλα αυτού του κόσμου με ανάγκασαν αν έρθω και πάλι στο παιδικό μου δωμάτιο- να χρειάζεται να εξηγήσω πού θα πάω στις 10 το βράδυ και γιατί δεν έφαγα τα φασολάκια μου! Όπως υποθέτω ότι αν ζείτε και πάλι με τους γονείς σας δε φανταστήκατε ότι στα 30 σας θα μαλώνατε με τον πατέρα σας για το ποιος άφησε τον θερμοσίφωνα ανοιχτό και καίει το ρεύμα, ούτε γιατί φάγατε μονάχα ένα τοστ όλη μέρα.
Νιώσαμε για λίγο ότι με το που πατήσαμε το πόδι μας έξω από το σπίτι και ζήσαμε μόνοι μας, ξαφνικά γίναμε εκείνοι που δε χρειάζονται προσωπική προστασία ούτε τηλεφωνήματα τις πιο άκυρες ώρες για το τι θα φάμε το μεσημέρι κι αν θυμηθήκαμε να πληρώσουμε τη συνδρομή από το τηλέφωνό μας. Αυτά τα μικροπράγματα είναι δικές μας υπευθυνότητες πια. Και μην παρεξηγηθώ, δεν είπε κάνεις ότι όλο αυτό που μερικές φορές μοιάζει με ανάκριση της μυστικής υπηρεσίας, γίνεται επειδή υπάρχει κάποιος περισσότερος λόγος από εκείνον του γονεϊκού ενδιαφέροντος που όσο χρονών κι αν είμαστε δε σταματάει να υπάρχει. Απλώς, πιστέψαμε ότι αφού καταφέραμε να κατεβάζουμε τα σκουπίδια -κάποτε στην ώρα τους- να πληρώνουμε τους λογαριασμούς μας, να πηγαίνουμε σουπερμάρκετ και γενικότερα να επιβιώνουμε μόνοι μας, θα ήταν φυσιολογικό πως άσχετα με τη στέγη που έχουμε πάνω από το κεφάλι μας, είμαστε ακόμη υπεύθυνοι εμείς για εμάς. Ότι εκείνο το «πού πας παιδί μου τέτοια ώρα;» και «γιατί γύρισες χαράματα ψες;» δε θα υπήρχε σαν επικριτική φράση επειδή αποφασίσαμε να βγούμε με φίλους στις 11 το βράδυ ή να βρεθούμε στην άλλη άκρη της πόλης για καφέ.
Η προσαρμογή πίσω στο σπίτι δεν είναι εύκολη από όπου κι αν την πιάσεις. Πρώτ’ απ’ όλα έχουμε αλλάξει κατά πολύ κι έχουμε άλλους ρυθμούς, συνήθειες και προγράμματα που δε μοιάζουν και δε συνάδουν πια μ’ εκείνα που αφήσαμε φεύγοντας. Είναι πολύ λογικό λοιπόν να αισθανόμαστε ότι με το που γυρίζουμε στο πατρικό μας, χάνουμε κάπου την ανεξαρτησία μας, την ιδιωτικότητά μας κι ό,τι άλλο συνεπάγεται με την εποχή που ζούσαμε μόνοι μας. Είναι όμως κι ένα βήμα πίσω. Ένα βήμα που ίσως γίνεται από φόβο κι ανασφάλεια, κι ανάγκη δική μας να ξαναζήσουμε -έστω κι αν δεν το καταλαβαίνουμε- την προστασία από κάποιον άλλο. Οπότε, οι ρόλοι μπερδεύονται, γιατί κι οι ανάγκες μπερδεύονται.
Κατά βάθος, είναι πολύ γλυκό που οι δικοί μας άνθρωποι μας νοιάζονται ακόμα λες κι είμαστε μικρά παιδιά. Οι γονείς μας ήταν που κάποτε μας άφησαν ελεύθερους να ζήσουμε αυτά που θέλαμε, να γίνουμε υπεύθυνοι και να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας και ξαφνικά μας βρίσκουν ξανά στο ίδιο δωμάτιο με το παιδικό κρεβάτι και τους τοίχους μπογιατισμένους σε κίτρινο χρώμα. Ούτε για εκείνους μοιάζει με φυσική συνέχεια. Επομένως, ως ένστικτο που υπάρχει από εκατομμύρια χρόνια πριν, νιώθουν την ανάγκη να μας προστατεύσουν, να μας συμβουλεύσουν και να μας προσφέρουν την ίδια αγάπη.
Ίσως να υπάρχει λόγος που από μια ηλικία και μετά καλό είναι να φεύγουμε από το πατρικό. Μα κι αν η ζωή μας τα έχει φέρει έτσι που δε γίνεται, ας κάνουμε όλα τα απαραίτητα βήματα για να μην ξεχάσουμε πως είναι σημαντικό να είμαστε εμείς υπεύθυνοι για εμάς. Γιατί αυτό λέγεται τελικά, ενήλικη ζωή.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου