Ικανότητα είναι να μπορεί κανείς να εκτελέσει οποιαδήποτε προκαθορισμένη ασχολία με επιτυχία. Είναι ο συνδυασμός των δεξιοτήτων, των γνώσεων αλλά και των συμπεριφορών ενός ατόμου που εν τέλει του προσφέρουν εκείνη τη δεξιότητα που χρειάζεται για να μπορέσει να κάνει μια ενέργεια. Είναι ο τρόπος με τον οποίο εκτελούμε οποιαδήποτε ενέργεια χωρίς δυσκολία κι εκείνος που μας βοηθά να κάνουμε τη ζωή μας λίγο πιο απλή. Εντούτοις, μέσα από το πόσο ικανοί είμαστε να φέρουμε εις πέρας μια κατάσταση και να πετύχουμε έναν στόχο, άλλο τόσο ανίκανοι θα έλεγα ότι είμαστε έτσι ώστε να καταλάβουμε πως αυτή μας η ιδιότητα, να έχουμε δηλαδή την ικανότητα να κάνουμε πράξη εκείνο που σκεφτόμαστε με ευκολία, εναντιώνεται στο σύνολο ατόμων με ιδιαιτερότητες.
Ο όρος ableism ή ελληνιστί ικανοτισμός, έπεσε για πρώτη φορά στην αντίληψή μου εδώ και κάνα δύο εβδομάδες καθώς διάβαζα ένα άρθρο σε κάποιο site. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δε θα σας κρύψω πως ο όρος αυτός ήταν παντελώς άγνωστος για μένα και πως ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι υπάρχει αυτή η προκατάληψη στην κοινωνία του σήμερα. Όταν πια κατανόησα τι πάει να πει, μετά από δύο τρεις μέρες έρευνας για να μπορέσω να καταλάβω τι ακριβώς είναι αυτό, πέρασαν από το μυαλό μου δεκάδες στιγμές όπου είδα τον όρο να παίρνει σάρκα κι οστά μπροστά στα μάτια μου χωρίς καν να το αντιληφθώ.
Ικανοτισμός λοιπόν, είναι η προκατάληψη και διάκριση ενάντια σ’ ένα άτομο βάσει της ταυτότητάς του ως άτομο με αναπηρία κι εκδηλώνεται με τη μορφή της υπερπροστατευτικότητας και της ανεπιθύμητης προσφοράς βοήθειας. Μπερδευτήκατε; Με πιο απλά λόγια, είναι όταν το «ικανό» άτομο θεωρεί ότι βρίσκεται σε προνομιακή θέση. Έτσι αδιαφορεί για τα άτομα με αναπηρία τα οποία διαθέτουν τις ίδιες ικανότητες με διαφορετικό τρόπο. Αποτέλεσμα αυτού είναι να θεοποιούν ή να ηρωοποιούν το άτομο με αναπηρία, καθώς έχουν την εντύπωση ότι δεν είναι ικανό να φέρει εις πέρας οποιαδήποτε δραστηριότητα κι όταν το κάνει για εκείνους μοιάζει να επιτεύχθηκε το ακατόρθωτο.
Με ακόμα πιο απλά λόγια είναι εκείνο που «προκαλεί αναπηρία» στα άτομα με αναπηρία. Και σας ρωτώ; Ποιος έχει ορίσει με ποια μέτρα και ποια σταθμά πρέπει να δίνονται οι ικανότητες στον άνθρωπο; Ποιος έχει αποφασίσει πως οι άνθρωποι με αναπηρίες, ιδιαιτερότητες και τα συναφή είναι κατώτεροι κι όχι διαφορετικά ικανοί να πετύχουν όλα εκείνα που άλλοι πιστεύουν ότι επιτυγχάνονται με μια απλή κίνηση των χεριών; Ποιος αποφάσισε ποιο είναι το σωστό σώμα και μυαλό στο οποίο πρέπει να βρισκόμαστε για να θεωρούμαστε ικανοί; Ε λοιπόν, ο όρος αυτός κατά βάση αυτό λέει, ότι υπάρχει μόνο ένας σωστός κι ιδανικός τρόπος για το τέλειο, το τέλειο σώμα, το τέλειο μυαλό, τις τέλειες ικανότητες, κι έτσι, μπροστά σε κάθε τι που δεν είναι και καλά τέλειο, γεννιέται η προκατάληψη.
Αποτέλεσμα αυτού είναι να προβάλεται ένα ιδανικό μοντέλο, στο οποίο πρέπει όλοι να μοιάζουν λες κι υπάρχει καλούπι που πρέπει όλοι να μπουν για να βγουν το ίδιο. Κι όταν το καλούπι σπάσει και κάποιος βγει λιγάκι διαφορετικός, έρχεται αντιμέτωπος μ’ αυτό που ονομάζουμε ικανοτισμό, προκατάληψη, ρατσισμό. Το είδος αυτό της προκατάληψης έρχεται επομένως να αιτιολογήσει γιατί συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων είναι συχνά αποκλεισμένες από απλά καθημερινά πράγματα. Γιατί ενώ όλοι είμαστε τόσο ίδιοι και συνάμα τόσο διαφορετικοί, δεν έχουμε τις ίδιες αν όχι ίσες ευκαιρίες, δυνατότητες κι ικανότητες.
Ένα σώμα και μυαλό που δε δουλεύει σαν το δικό μας, σαν του διπλανού μας δε σημαίνει ούτε κατά διάνοια πως δεν είναι ικανό να πετύχει, να καταπιαστεί με οτιδήποτε και να το φέρει εις πέρας, να κάνει όλα εκείνα που θα έκανε ο καθένας. Κι επειδή πίσω από εκείνα που μας χωρίζουν, σίγουρα βρίσκονται εκατομμύρια άλλα που μας ενώνουν, ας σταματήσουμε επιτέλους να εστιάζουμε σε όλα όσα μας κάνουν άνισους. Δεν πάλιωσε τ’ αστείο;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου