Πέρασαν ώρες. Πέρασαν ημέρες. Πέρασαν εβδομάδες και μήνες. Πέρασαν κι οι νύχτες. Νύχτες πολλές. Νύχτες κοινές. Νύχτες μας βρήκαν με τα κορμιά ακουμπισμένα, με τα χείλη μπερδεμένα. Μπερδεμένο και το μυαλό μου.
Μπερδεμένο γιατί ο καιρός που περνά από πάνω μας δε μας αλλάζει. Ή μάλλον καλύτερα δε σε αλλάζει. Δεν αλλάζει αυτό το «εμείς» που τόσο έχω λατρέψει. Δεν το σμιλεύει. Σ’ αυτό έχω επάνω ακουμπήσει όλη μου την αγάπη μ’ όποιους πιθανούς τρόπους ήξερα να την εκφράσω. Κι όμως εσύ είσαι ίδιος απ’ την πρώτη μέρα που σε γνώρισα. Δεν έχει ζεστάνει αρκετά η καρδιά σου; Δεν έχει γκρεμιστεί εκατοστό απ’ το προστατευτικό σου τείχος; Δε μ’αγαπάς.
Κλεισμένος στον εαυτό και την ασφάλεια της θωρακισμένης μοναξιάς σου, σου χτυπάω την πόρτα σαν τρελή και δεν ανοίγεις. Έχουν ματώσει τα χέρια μου κι εσύ φαίνεσαι να αγνοείς επιδεικτικά τον ήχο. Πόση ακόμη αντοχή κρύβεις; Για πόσο ακόμη μπορείς να αντιστέκεσαι στα ίδια σου τα «θέλω»;
Αν δεν ήθελες την αγάπη μου θα είχες φύγει. Μα εσύ δε φεύγεις. Μένεις. Έκπληκτος και σχεδόν σοκαρισμένος απ’ τη δύναμη που έχει αυτό το συναίσθημα να ραγίσει και τους βράχους. Γιατί κι εσένα σε ράγισε λιγάκι. Έχει ανοίξει μια χαραμάδα στην πανοπλία σου κι εγώ την είδα. Και περηφανεύομαι γι’ αυτό και παίρνω δύναμη να συνεχίσω.
Μα εσύ δεν είχες συνηθίσει να αφήνεσαι έτσι απροστάτευτος στους ανθρώπους. Κι έχεις βάλει τα δυνατά σου να με πείσεις πως κάνω λάθος που βλέπω ένα λύγισμα, μια υποχώρηση του εγωισμού αυτού που υψώνεις για να μην πληγωθείς αργότερα.
Πώς το μπορείς να είσαι τόσο κυνικός όταν σε πυρπολώ με τέτοιες δόσεις συναισθήματος; Πώς κρατιέσαι και δεν πέφτεις με τα μούτρα για λίγο μες στο όνειρο; Είμαι εδώ ακούραστη να προσπαθώ να σε πείσω να αφεθείς έστω και λίγο. Δεν εγκαταλείπω λεπτό τον αγώνα μου. Πώς μπορείς να αμφιβάλλεις και να φοβάσαι για τη γνησιότητα της επιμονής και της επιθυμίας μου; Αν ήταν να φύγω θα το είχα κάνει ήδη.
Ήρθα για να μείνω. Δε φτάνουν λόγια να σε πείσω πως δε θα σε αφήσω, όπως κάποιοι άλλοι έκαναν στο δύσκολο παρελθόν σου. Τα λόγια είναι αέρας, τα φυσάς και σκορπάν. Πιάσε το στήθος μου και νιώσε το χτύπο της καρδιάς μου όταν είναι κοντά σου. Δες πώς χτυπάει σαν τρελή. Πιάσε και το χέρι μου, νιώσε τη ζεστασιά του. Είμαι εδώ για να ζεστάνω το κορμί σου, να χαϊδέψω τις πληγές του. Δες τα μάτια μου πώς είναι βουρκωμένα κάθε φορά που τα γειώνεις με ρεαλισμούς και λογικές εξηγήσεις την ώρα που σε κοιτούν κι ονειρεύονται. Είμαι εδώ για να μείνω, μιλούν τα γεγονότα.
Είμαι εδώ όταν γυρεύεις μια συντροφιά κι ένα χάδι. Είμαι εδώ όταν ζητάς παρηγοριά. Είμαι εδώ όταν βαριέσαι και δεν έχεις όρεξη για τίποτα, όταν σου παίρνω τις κουβέντες με το στανιό. Είμαι εδώ κι όταν έχεις τις μαύρες σου και κανείς δεν μπορεί να σε ηρεμήσει. Είμαι εδώ κι όταν θυμώνεις, δεν έφυγα όσες φορές με έδιωξες και το μετάνιωσες το ίδιο λεπτό. Είμαι εδώ κι ας μην είμαι μέσα σου, σ’ αγαπάω κι ας κάνεις πως δεν το βλέπεις. Εσύ μετά από όλα αυτά, ακόμη να μ’αγαπήσεις;
Με έχεις θυμώσει, με έχεις πεισμώσει, με έχεις αποτρελάνει. Άνοιξε τα μάτια της καρδιάς σου κι άσε στην άκρη όλα αυτά τα περί λογικής που σε κρατάνε κλειδωμένο σ’ ένα κόσμο άδειο από αισθήματα. Στην τελική τόλμησε! Τόλμησε να ζήσεις επιτέλους! Σου τείνω το χέρι καιρό τώρα να ζήσεις μαζί μου. Πόσο ακόμη θα σου πάρει να τολμήσεις;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη