Πάει πολύς καιρός. Έχω ξεχάσει το άγγιγμά σου. Έχω ξεχάσει λίγο και τη φωνή σου. Έχω προσπαθήσει να ξεχάσω ακόμη τη γεύση των χειλιών σου. Μου διαφεύγει πλέον το άρωμά σου. Δεν ταράζομαι στο άκουσμα του ονόματός σου. Συνήθισα και δε σε ψάχνω πια μέσα στο πλήθος.
Άλλαξα εγώ, άλλαξες εσύ, κάπου το χάσαμε, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως πλέον δε μιλάμε. Γίναμε δυο ξένοι, σε κόσμους χωριστούς, σε σύμπαντα παράλληλα, σαν να μην ήρθαν ποτέ σε επαφή οι τροχιές μας. Σαν να μη μ’ άγγιξες στ’ αλήθεια ποτέ σου, σαν να μην άκουσα πράγματι τη φωνή σου, σαν να μη γεύτηκα ποτέ τα χείλη σου, σαν να μην έμεινε ποτέ η μυρωδιά σου επάνω στα ρούχα μου που κάποτε αγκάλιασες.
Δεν πέταξα φωτογραφίες κι ενθύμια. Δε θέλησα ποτέ με το ζόρι να διαγράψω ό,τι όμορφο φτιάξαμε από κοινού. Ήρθε ο χρόνος κι εξομάλυνε τον πόνο, έφερε νέα γεγονότα που απέσπασαν την προσοχή μου κι απλά προχώρησα, όπως έκανες κι εσύ. Με κόπο, με λάθη, με παρ’ ολίγον πισωγυρίσματα κι ένα σωρό μεθυσμένα μηνύματα δίχως παραλήπτη, κατάφερα να είμαι σήμερα ξανά ανεξάρτητη απ’ το φάντασμά σου, που για αμέτρητα βράδια δεν μπορούσα να διώξω απ’ τον ύπνο, απ’ το κρεβάτι, απ’ το σπίτι, τη ζωή μου.
Μα είναι κάτι που ακόμα δεν μπορώ να ξεπεράσω. Μια αδυναμία στην οποία δεν μπορώ να επιβληθώ. Ένα λύγισμα του εγωισμού μου κι ένα τσαλάκωμα της δύναμής μου που με τόσο κόπο μάζεψα για να υψώσω απέναντί σου το προστατευτικό μου τείχος.
Μπορεί να μη σε βλέπω τριγύρω μου, αλλά σε βλέπω online. Βλέπω την πράσινη κουκκίδα δίπλα στο όνομά σου να εμφανίζεται στην οθόνη μου. Και τότε όλα όσα προσπάθησα με κόπο, ξαφνικά ξεχνιούνται μονομιάς. Λες κι αυτή η εκκωφαντικά πράσινη κουκκίδα μου ξυπνάει έναν άλλο εαυτό, ερεθίζοντας ένα συγκεκριμένο τμήμα του εγκεφάλου μου˙ λες και με υπνωτίζει.
Μου καρφώνεται με βία στο μυαλό μια εμμονή. Να σε ενοχλήσω. Να δω πώς τα περνάς κι αν είσαι πια καλά στη ζωή σου. Αν αντέχεις να ζεις με το βάρος της επιλογής σου να με ξεχάσεις, να μου κάνεις προσπέραση απ’ τη γραμμή της ταχείας και να χαθείς χιλιόμετρα μακριά, αφήνοντας εμένα πολύ πίσω, εμένα που μισώ τις προσπεράσεις.
Χτυπάω πλήκτρα με θυμό κι ύστερα ξεσπώ σε κλάματα. Τα κλάματα γίνονται υστερία κι η υστερία μεταστρέφεται μετά κόπων και βασάνων σε αυτοσυγκράτηση. Μια απίστευτη κυκλοθυμία. Όλα αυτά για μια πράσινη κουκκίδα. Τόσος πανικός για μια ανεπαίσθητη παρουσία.
Όμως δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Δεν είναι απλά το σχήμα της κουκκίδας και το χρώμα της που μου προκαλούν τόση ταραχή. Δεν είναι ανεπαίσθητη αυτή η παρουσία. Αντιθέτως, είναι η πιο ισχυρή μορφή παρουσίας σου στη ζωή μου. Είναι εισβολή κανονική, στον χώρο μου. Εισβολή στο μυαλό μου που έχει κάνει αγώνα για να ξεχάσει. Για να κλείσει την πόρτα σε σένα που το πλήγωσες.
Κι είναι όλη αυτή η μορφή υποχρέωσης που με κάνει ακόμα περισσότερο να αναστατώνομαι κάθε φορά που σε βλέπω συνδεδεμένο. Η υποχρέωση που έχω απέναντι σε εμένα την ίδια. Στα όρια που έχω θέσει, στους κανόνες που έχω θεσπίσει για την καταπολέμηση το προβλήματος.
Είναι το ίδιο σύνδρομο που συναντάται στους ανθρώπους όταν αποφασίζουν να κάνουν δίαιτα κι αυτομάτως όλα τα λιγουρεύονται περισσότερο. Έτσι παθαίνω κι εγώ όταν σε βλέπω online. Όσο σκέφτομαι πως δεν πρέπει, τόσο πιο πολύ νομίζω πως θέλω να επικοινωνήσω. Ένας φαύλος κύκλος χωρίς κανένα αληθινό αποτέλεσμα, επί της ουσίας.
Όσο κι αν με ενοχλεί που εμφανίζεσαι έτσι απρόσκλητος στην καθημερινότητά μου, δε σε διαγράφω. Δε θέλω ή δεν μπορώ να σε βγάλω απ’ αυτήν. Λέω πως δήθεν όλη αυτή η αναστάτωση μου θυμίζει πόσο δυνατή στάθηκα. Πως την παλεύω και μακριά σου. Δεν ξέρω αν λέω αλήθεια, ή αν κατά βάθος ψεύδομαι οικτρά.
Πληκτρολογώ: μου λείπεις. Το σβήνω. Πληκτρολογώ: εύχομαι να περνάς καλά. Το σβήνω. Πληκτρολογώ: άραγε σου λείπω; Το καταχωρώ στα πρόχειρα. Ποιος ξέρει αν θα μου χρειαστεί;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη