Ανάμεσα στο «ναι» και το «όχι», στο «θέλω» και το «δε θέλω», στο «γουστάρω» και το «ξενέρωσα» υπάρχει η αχανής κι ανεξερεύνητη, η γκρίζα ζώνη του ενδιάμεσου, του χλιαρού, του αναποφάσιστου. Υπάρχει αυτό το «και ναι και όχι», «και θέλω και δε θέλω», το «μπορεί», το «ούτε κρύο ούτε ζέστη».
Άλλοι θα το πουν αναποφασιστικότητα. Άλλοι ανωριμότητα. Άλλοι εύκολο βόλεμα. Άλλοι συμβιβασμό. Άλλοι απλά δειλία. Αυτό όμως δεν είναι το θέμα που μας απασχολεί.
Στην απροσδιόριστη αυτή κατάσταση της μεσότητας επικρατεί μια επισφαλής ισορροπία μεταξύ των άκρων. Ποτέ δεν υπάρχει πλήρης ουδετερότητα, με την πλάστιγγα να γέρνει αέναα εμπρός και πίσω στον άξονα των θετικών και των αρνητικών στοιχείων. Κι έτσι, εύκολα κανείς μπορεί να πει πως όποιος αμφιταλαντεύεται τόσο, πιθανότατα δεν ξέρει τι θέλει κι αν το θέλει, ταλαιπωρώντας όσους εξαρτώνται απ’ την απόφασή του αυτή, πρακτικά και συναισθηματικά.
Μα το «δεν ξέρω τι θέλω» δεν είναι από μόνο του μια επιλογή και μάλιστα πολύ ξεκάθαρη; Αυτή η στάση ζωής, αυτή η αντιμετώπιση, δε στέλνει από μόνη της ένα κάποιο μήνυμα; Όπως το «ναι» και το «όχι», έτσι κι αυτή η ιδιάζουσα απάντηση που προσιδιάζει σε αποφυγή επιλογής, στην πραγματικότητα εμπεριέχει την απόχρωση της επιλογής πολύ καλά κρυμμένη.
Ας δούμε τι μπορεί να σημαίνει το «δεν ξέρω τι θέλω» στην πραγματική ζωή. Είναι όταν κάνεις μια δουλειά που ναι μεν δε σε χαλάει, αλλά δεν ήταν κι η πρώτη επιλογή στη λίστα σου. Είναι όταν τρως μακαρόνια και σε χορταίνουν, αλλά δεν τρελαίνεσαι κιόλας. Είναι όταν συζητάς με το παρεάκι πού θα πάτε το βράδυ και ψηφίζεις: «όπου να ’ναι». Είναι όλες εκείνες οι τυχαίες επιλογές, όλες οι συγκαταβατικές αποφάσεις που ναι μεν δε σε απογοητεύουν, αλλά δε σε ικανοποιούν και σε βαθμό ευτυχίας.
Αυτή η χλιαρή αντιμετώπιση μπορεί να μοιάζει ήσυχη και μετριοπαθής μα αυτό το ίδιο γεγονός την κάνει ταυτόχρονα να ισοδυναμεί με ηχηρό και καθόλου μετριοπαθές μήνυμα. Σχήμα ολότελα οξύμωρο μα πέρα για πέρα αληθινό στη βάση του.
Όταν δεν είσαι σε θέση να κάνεις μια επιλογή, σημαίνει πως καμία προοπτική δε σε κέρδισε πραγματικά. Πως στην ουσία ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο δεν μπορείς να επιλέξεις με θέρμη κανένα απ’ τα δυο γιατί εν τέλει κανένα δε σου αρέσει πραγματικά. Μπορεί και τα δυο να ικανοποιούν τις ανάγκες σου ως ένα μικρό βαθμό μα σε καμία περίπτωση δε βρίσκονται στις πρώτες θέσεις της λίστας σου.
Και θα ήταν ευχής έργον αν αυτή η στάση ζωής περιοριζόταν μόνο στα ρούχα και τα μακαρόνια. Αυτές οι μικρές κι ασήμαντες επιλογές στη ζωή επηρεάζουν ελάχιστα και παροδικά την καθημερινότητά μας, καθώς είναι κι αρκετά ευμετάβλητες και δεν αγγίζουν σε βάθος την ψυχοσύνθεσή μας.
Τι γίνεται όμως όταν αυτή η στάση εμφανίζεται στις ανθρώπινες σχέσεις, στο επάγγελμα, στα χόμπι; Σε όλες εκείνες τις επιλογές που καθορίζουν το χαρακτήρα μας, που οριοθετούν την ευτυχία μας, που χαρτογραφούν τα μονοπάτια της ζωής μας;
Αν είσαι στη θέση εκείνου που δεν μπορεί να κυνηγήσει αποφασιστικά τις επιλογές του, βασανίζεσαι από έλλειψη πληρότητας. Νιώθεις ότι πάντα κάτι λείπει, ότι πάντα κάτι σου φταίει, είσαι σχεδόν πάντα ανικανοποίητος. Οι σχέσεις σου δε σε γεμίζουν, η δουλειά σου σε κουράζει, τα ενδιαφέροντά σου, σου είναι στην ουσία αδιάφορα. Όταν μια πτυχή της ζωής σου έχει καταστεί απ’ τις επιλογές σου βαρετή, επισκιάζει και τις υπόλοιπες. Όταν πολλές πτυχές της ζωής σου έχουν καταστεί ανιαρές, τότε έχεις τεράστιο πρόβλημα. Έλλειμμα ευτυχίας.
Αν πάλι είσαι το θύμα των ανθρώπων εκείνων που δεν ξέρουν τι θέλουν από εσένα, ζεις στη ζώνη του λυκόφωτος. Η αυτοπεποίθησή σου κατακεραυνώνεται κάθε φορά που αντιμετωπίζεσαι αδιάφορα. Κάθε φορά που νιώθεις στο πετσί σου ότι ο άλλος μπορεί και χωρίς εσένα, πως δεν καίγεται και τόσο, πως του περνάς λιγάκι αδιάφορος. Όταν καρτερείς μια ξεκάθαρη απάντηση, το «δεν ξέρω αν θέλω να είμαστε μαζί» σε εθίζει στην αναμονή ενώ είναι μια ξεκάθαρη απάντηση που δε θες να αντικρίσεις: απλώς δε σε γουστάρει.
Δεν αρκεί στη ζωή να είσαι μια επιλογή συγκυριακή, ένα παυσίπονο. Δεν αρκεί να υπάρχεις για να ξεχνά κάποιος παροδικά τον πόνο και τις ανάγκες του, να αποτελείς μια εύκολη λύση. Μπορεί κάποιος ποτέ να μη σου χαρίσει ένα «όχι», γιατί πολύ απλά δεν τον ξεβολεύεις, δεν αλλάζεις τίποτα στη ζωή του προς το χειρότερο. Αλλά δεν αλλάζεις και τίποτα γι’ αυτόν προς το καλύτερο. Αυτή η μετριοπάθεια δεν αξίζει σε κανέναν. Όχι όταν υπάρχουν εκεί έξω άνθρωποι που γι’ αυτούς θα είσαι η μόνη επιλογή, η πρώτη και πιο ποθητή στη λίστα τους.
Κι αν πάλι αμφιταλαντεύεσαι για κάτι που έχεις και δεν ξέρεις αν το θες, αν στέκεσαι απέναντι στις επιλογές σου και δεν έχεις έναν καλό και πραγματικό λόγο να δώσεις στον εαυτό σου για να τις αιτιολογήσεις, τότε ξανασκέψου τες διεξοδικά και βρες τη δύναμη να τις αλλάξεις ή έστω να τις διορθώσεις. Κάνε εσύ τις επιλογές που θα σε καθορίσουν και μη βολεύεσαι με όσα απλά δε σε εκθρονίζουν απ’ την ασφάλεια και σου εξασφαλίζουν την αποφυγή του ρίσκου.
Επιμέλεια Κειμένου Φένιας Σκαρλά: Πωλίνα Πανέρη