Άνθρωποι μόνοι. Άνθρωποι που είτε φοβούνται τη μοναξιά είτε την αγκαλιάζουν. Βαριά λέξη η μοναξιά. Βαριά κατηγορία. Άλλοι την αντέχουν, άλλοι την κλωτσάνε μανιωδώς , άλλοι την επιζητούν.
Μόνος σημαίνει να μην έχεις πραγματικά κανέναν. Κανέναν να μιλήσεις, κανέναν να αγκαλιάσεις, κανέναν να σου πει μια κουβέντα ανθρώπινη. Κάποιον να κάνετε μια συζήτηση, να μοιραστείτε έναν καφέ ή μια τσάρκα, να σε νιώσει έστω και λίγο, να προσπαθήσει να αφουγκραστεί τα προβλήματά σου, αλλά και τη χαρά σου.
Όλοι μας έχουμε μέσα στη ζωή στιγμές που νιώθουμε -ακόμη και με πολλούς ανθρώπους δίπλα μας- μόνοι. Σαν κανείς να μην μπορεί ή και να θέλει να μας καταλάβει. Αυτό είναι συχνό φαινόμενο και δε χρειάζεται απαραίτητα πάντα να μας προβληματίζει καθώς πολλές φορές οι άνθρωποι χάνονται ο καθένας στα δικά του προβλήματα και πάθη. Βέβαια, όταν αυτό το φαινόμενο διαρκεί πολύ γίνεται για πολλούς αβάσταχτο.
Στο συναίσθημα, η μοναξιά έχει διαφορετική προσέγγιση. Μόνος είσαι όταν αδειάζει το διπλό σου κρεβάτι ή κι όταν ποτέ δεν έχει γεμίσει. Όταν τα ακροδάχτυλά σου δεν μπλέκονται τρυφερά με κάποια δεύτερα. Όταν δεν ακούς τη μοναδική καλημέρα του κόσμου που σε νοιάζει να ακούσεις για να δεις ότι για κάποιον είσαι η πρώτη του σκέψη και μια καληνύχτα για να δεις πως είσαι κι η τελευταία του πριν ονειρευτεί.
Κι αυτή η μοναξιά πονάει. Κι αυτή σε αφήνει τις νύχτες παγωμένο, αφήνει το σώμα σου μουδιασμένο από αισθήματα και την ψυχή σου αδρανή, πάντα σε αναμονή, έτοιμη να δώσει μα να μη βρίσκει ένα αποδέκτη.
Πονάει πιο πολύ όμως μια άλλη μοναξιά. Μια μοναξιά πιο διεστραμμένη. Μια μοναξιά τόσο ύπουλη που μερικές φορές αδυνατείς κιόλας να την καταλάβεις. Τη νιώθεις στο βάθος του κορμιού σου, την αισθάνεσαι μα σου είναι δύσκολο να τη διακρίνεις.
Είναι η μοναξιά που νιώθεις όταν δεν είσαι μόνος. Όταν το διπλό σου κρεβάτι είναι γεμάτο, όταν τα δάχτυλά σου μπλέκονται μαζί με κάποιου άλλου κι όταν πριν κοιμηθείς κάποιος σου συλλαβίζει μια καληνύχτα ιδιωτική.
Μοιάζει τρελό κι όμως γίνεται. Γιατί η μοναξιά δεν είναι κενό που καλύπτεται με ειδικά εφέ, με κομφετί και ψεύτικα στολίδια. Δεν αρκεί να έχεις κάποιον να αγγίζει το κορμί σου για να νιώσεις ολόκληρος. Χρειάζεται κάποιος να αγγίξει την ψυχή. Κι αυτό δεν το βρίσκεις συχνά ούτε εύκολα σε μαγκωμένες καλημέρες ούτε σε αμυδρά αγγίγματα, δεν το βρίσκεις με την απλή παρουσία ενός ξένου σώματος στο κρεβάτι.
Το «μαζί» για να ακουστεί θέλει φωνές κι όχι ψιθύρους. Για να το νιώσεις θέλει ορμή κι όχι ανεπαίσθητα αγγίγματα. Για να κλείσει το παράθυρο να μην μπάζει μοναξιά χρειάζεται τοίχος, γερό υλικό, όχι ψευτομονώσεις. Κι έτσι η μοναξιά που νιώθεις ενώ έχεις κάποιον στο πλάι σου γίνεται πόνος οξύς κι αδιάκοπος. Αδιάκοπος γιατί τον νιώθεις κάθε φορά που φιλάς κι αγγίζεις κι αφήνεις τον άλλο να δει το γυμνό κορμί σου.
Γιατί βαθιά μέσα σου ξέρεις πως δε φιλά την ουσία σου, δεν αγγίζει το είναι σου, δε βλέπει τη γυμνή ψυχή σου. Και πονάς βαθιά και πονάς πιο πολύ που το νιώθεις, άλλα αδυνατείς να το εξηγήσεις, αδυνατείς να το δεις· το λάθος είναι καλά κρυμμένο, το βιώνεις, άλλα δεν μπορείς να το αρπάξεις και να το φτιάξεις.
Αυτή η μοναξιά πονάει τόσο που υπερισχύει οποιασδήποτε άλλης μορφής της. Κι έτσι εξηγείται που έχει γίνει πλέον συχνό το φαινόμενο άνθρωποι να επιλέγουν να είναι μόνοι. Γιατί ακόμα κι αυτό πονάει λιγότερο. Λιγότερο απ’ το να προσπαθούν να ξεγελάσουν τον εαυτό τους τον ίδιο, να παλεύουν να τον πείσουν πως είναι καλά. Πως δεν του λείπει τίποτα, όταν κάτι του λείπει και του λείπει μάλιστα το πιο ουσιώδες: μια αλήθεια, μια ουσία αυθεντική, μια αβίαστη ευτυχία. Είναι πιο εύκολο για εκείνους, αλλά και πιο ντόμπρο να είναι μόνοι από το να παλεύουν να ξεγελάσουν την ίδια την καρδιά τους πως δεν είναι.
Δεν υπάρχει συνταγή, δεν υπάρχει συμβουλή, δεν υπάρχει λύση. Υπάρχεις εσύ κι η ψυχή σου, κρατάς στα χέρια σου τη ζωή σου. Δικαίωμά σου να τη σκορπίσεις, να τη χαρίσεις, να τη μοιραστείς ή να τη χαραμίσεις. Υπάρχει μόνο μια συμβουλή που αξίζει να διαβάσεις: όταν θα νιώσεις ένα άγγιγμα ψυχής, δε θα χρειαστεί να ψάξεις τίποτα. Δε θα χρειαστεί να σκεφτείς. Μόνο να αφεθείς να νιώσεις.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη