Χωρίς καμία υπερβολή, αν κάτι μπορεί να χαρακτηρίσει την εποχή μας, αυτό είναι η μόδα του «σχεδόν». «Σχεδόν» μ’αρέσει, «σχεδόν» σε ξέρω, «σχεδόν» σε θέλω. Είμαι «σχεδόν» σίγουρος για μια επιλογή μου, «σχεδόν» έτοιμος, «σχεδόν» έφτασα. Ένας ορυμαγδός από «σχεδόν» σε μια ζωή γεμάτη αναποφασιστικότητα˙ ή μάλλον μια αποφασιστικότητα πνιγμένη στη δειλία.
Απ’ τα σχεδόν δεν αφήσαμε τα σημαντικότερα να ξεφύγουν κι αυτά είναι βέβαια κι ως συνήθως ο έρωτας κι οι σχέσεις. Ξεκίνησε δειλά-δειλά να κάνει την εμφάνισή του βασιζόμενο στην αβεβαιότητα, στην αιώνια αμφιβολία κι ανησυχία των ερωτευμένων και κατέληξε πατώντας πάνω στην ευκολία για συγκατάβαση των ανθρώπων σήμερα να αποτελεί από μόνο του μια κατηγορία ολόκληρη με πληθώρα υποσημειώσεων, την κατά το κοινό γνωστή ως «σχεδόν σχέση».
Ως προς την ανάλυσή του αυτό το υβρίδιο σχέσεων είναι από την ίδια τη φύση του πολύ απαιτητικό. Είναι σχέση ή δεν είναι; Γίνεται και σχέση και σχεδόν; Ενέχει δέσμευση; Ή μήπως ενέχει τη δυνατότητα μη δεσμεύσεως;
Σε μια συγκρουσιακή ανάλυση των δυο αυτών άκρων φαίνεται στη μεταξύ τους εύθραυστη ισορροπία το ένα πάντα να προσπαθεί να υπερισχύσει του άλλου. Να προσπαθεί να το εκθρονίσει απ’ τον τίτλο και να μείνει μόνο του. Κι ο λόγος είναι ο ένας και προφανής: προσπαθώντας κανείς να ταιριάξει το σχεδόν με τη σχέση προσπαθεί να ενώσει τη μέρα με τη νύχτα, τον ήλιο με το φεγγάρι. Φαινόμενα που δε μέλλουν ποτέ να συμπορευτούν.
Σχεδόν σχέση. Δυο λέξεις, δυο όψεις, δυο πρόσωπα. Κάθε πρόσωπο κι ένα σωρό διαφορετικές αναλύσεις. Μια σχέση που είναι σχεδόν. Ένα σχεδόν που θέλει να γίνει σχέση. Ολόκληρα που θέλουν να γίνουν μισά και μισά που ονειρεύονται να γίνουν ολόκληρα. Σχήμα οξύμωρο. Μοιάζουν τόσο κοντινές ηχητικά αυτές οι δυο λεξούλες μα απέχουν στην πράξη χιλιόμετρα.
Κι όμως, πίσω απ’ όλη αυτή τη συγκατάβαση της σχεδόν σχέσης, πίσω από αυτή τη διπρόσωπη συμφωνία, κάτι κρύβεται. Κι ούσα αυτή η συμφωνία διχοτομημένη, δυο είναι και τα ενδεχόμενα: πίσω από τη «σχεδόν σχέση», καλά κρυμμένο στη βάση της κρύβεται το εξής: είτε ένα συναίσθημα που στριμώχνεται στο «σχεδόν» για να μη γίνει «καθόλου» ή ένας ευχάριστος τρόπος να απολαύσει κανείς εφήμερο συναίσθημα κι απόλαυση αγκαλιάζοντας τη λέξη «σχέση» με σύμμαχο το «σχεδόν».
Με λίγα λόγια πίσω απ’ τη σχεδόν σχέση πάντα θα κρύβεται κάποιος που είτε ζητά περισσότερα κι αρκείται στα λίγα ώστε να μη χάσει κι αυτά που έχει, είτε το αντίστροφο˙ κάποιος που δε ζητά τίποτα περισσότερο από λίγη συντροφιά ή ένα καλό κρεβάτι συμβιβάζεται με τον όρο «σχέση» κοτσάροντάς του δίπλα το «σχεδόν» για να διασφαλίσει τα προνόμιά του με το ελάχιστο κόστος.
Ένας δίκαιος συμβιβασμός που επισφραγίζεται τόσο κομψά με δυο μοναχά λεξούλες δίνει αβάντα σε ανθρώπους να αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στο μόνιμο και το εφήμερο, στο σίγουρο και το επισφαλές. Μια ενδιάμεση κατάσταση που χαρίζει το προνόμιο στους ανθρώπους να ποντάρουν συναισθήματα για να κερδίσουν ανταπόκριση ή να μπλοφάρουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο για να κερδίσουν αυτό που θέλουν.
Και καθόλου άδικο δεν το θεωρώ, καθώς όπως σε μια παρτίδα πόκερ έτσι κι εδώ οι συμμετέχοντες παίζουν με δική τους ευθύνη και γνωρίζουν το υψηλό ρίσκο. Άλλοτε θα κερδίσεις, άλλοτε θα χάσεις κι άλλοτε απλά θα πας πάσο˙ από φόβο είτε από σύνεση. Δίνεις και περιμένεις να πάρεις, δίνεσαι και σου δίνονται χωρίς να έχεις χαρίσει. Όποια κι αν είναι η περίπτωση ένα είναι το σημαντικό: μέσα στη «σχεδόν σχέση» σου να μην είσαι «σχεδόν» σίγουρος για το τι θέλεις αλλά καθόλα προετοιμασμένος για το οτιδήποτε έπεται.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη