Πάντοτε πίστευα πως όσες σχέσεις κάνεις στη ζωή σου τις κουβαλάς μαζί σου.
Οι γρατζουνιές και οι πληγές μένουν ανεξίτηλες· δε φεύγουν. Και το ακόμα χειρότερο είναι ότι δε σε αφήνουν να πας μπροστά.
Δεν είναι δηλαδή μονάχα πως υπάρχουν πράγματα από το παρελθόν που σε πονάνε, αλλά έχουν και τη μαγική ιδιότητα να σε κρατάνε πίσω, λες και υπάρχει μια αόρατη μαγική αλυσίδα που σε έχει δεμένο.
Και ξέρεις, είμαστε μαζόχες σε βαθμό που το γουστάρουμε αυτό. Μας αρέσει να παιδευόμαστε, να θυμόμαστε τα παλιά και να τα αναπολούμε.
Είναι πιο βολικό να σκέφτεσαι τα παλιά από το να χτίζεις νέα. Εγώ πάλι προτιμώ να ανοίγω τη ψυχή μου από το πρώτο δευτερόλεπτο σε κάτι που πιστεύω ότι αξίζει.
Αν νιώσω σίγουρος για κάτι, θα το παλέψω, θα το διεκδικήσω, θα φτιάξω στο μυαλό μου γέφυρες και στην καρδιά μου χίλιες και μια διόδους για να το βάλω στη ζωή μου, και ούτε μισή έξοδο.
Φυλακισμένος λοιπόν στο παρελθόν μου, με σχέσεις, ξεπέτες, περιπέτειες ανούσιες κι άλλες που μπορεί και να ήταν ουσιαστικές, μπαίνεις εσύ στο σκηνικό.
Θυμάσαι τι είπα πάνω, πως πίστευα ότι τις σχέσεις τις κουβαλάς μαζί σου; Για αυτό έβαλα παρελθοντικό χρόνο.
Ήρθες με έναν τρόπο που δεν τον περίμενα, με λόγια αστεία, κι άλλοτε πιο σοβαρά, αλλά φάνηκε πως ήρθες για να μείνεις, κι ας ήταν στην αρχή τα βήματά σου δειλά, οι λέξεις σου μετρημένες και η καρδιά σου κλειστή.
Και αυτό ήταν που με έκανε να ξεχάσω τα πάντα. Όχι από επιλογή, ούτε επειδή υπήρχε κάποιο αόρατο «πρέπει» πάνω από το κεφάλι μου που θα με πρόσταζε να κάνω χώρο για σένα.
Όλα έγιναν αυτόματα, απλά, γρήγορα και χωρίς κόπο. Δε φώναξες για να απαιτήσεις την προσοχή μου, ούτε έκανες κινήσεις εντυπωσιασμού για να κερδίσεις μια ματιά μου.
Μου έδειξες πως είσαι εδώ. Είτε με το να είναι εδώ η παρουσία σου η ίδια, τα φιλιά σου, το χαμόγελό σου, το κορμί σου στα χέρια μου, είτε με το να βρίσκεσαι χιλιόμετρα μακριά, αλλά ταυτόχρονα τόσο κοντά μου όσο ποτέ καμία.
Έκανες όλα τα συναισθήματα που ένιωθα για άλλες να φαντάζουν φθηνά, μικρά κι ασήμαντα. Κυρίως, τα έκανες παρελθόν. Κι από εκεί που εγώ με το παρελθόν μου πηγαίναμε χεράκι-χεράκι, του έδωσες μια γλυκιά κλοτσιά και με αποδέσμευσες από αυτό.
Δε με νοιάζει που έχω πληγωθεί, δε με νοιάζουν τα κλάματα που έριξα, ούτε οι μαχαιριές από άτομα που τόλμησα να πω το «σ’ αγαπώ».
Κι αν πεις πως με έκανες να ξεχάσω μονάχα τα άσχημα, θα σου πω δεν με νοιάζει ούτε το πρώτο μου φιλί, ούτε οι αγάπες που έταξα και τα μεγαλόπνοα σχέδια που έκανα και που έκαναν για μένα.
Γιατί κανένα φιλί δε μοιάζει με το δικό σου και μπορεί να μ’ έχουν φιλήσει και καλύτερα, αλλά τα χείλη τα δικά σου θέλω να γεύομαι και τ’ άλλα είναι παρελθόν. Και το παρελθόν είναι ένα τίποτα.
Κατάφερες να με κάνεις σαν αυτούς τους ανθρώπους που γουστάρω να μιλάω μαζί τους, λατρεύω το κέφι τους και την τρέλα τους – ξέρεις γιατί; Γιατί αυτοί οι άνθρωποι, που σπανίζουν στην εποχή μας, έμαθαν να ονειρεύονται. Και τα όνειρα είναι σχέδια για το μέλλον. Τα όνειρα είναι οράματα, είναι ένα κυνήγι της ουτοπίας, ένα κυνήγι που μόνο μαζί σου θέλω να το κάνω.
Ξέρεις πώς μπήκες στη ζωή μου και τι της έκανες; Ντρέπομαι να σε κοιτάξω στα μάτια για να σου το πω για αυτό και θα κρυφτώ πίσω από το πληκτρολόγιό μου, γιατί είναι από τα λίγα λόγια που δεν μπορώ να σου τα πω κοιτώντας σε.
Όπως δύο σώματα ενώνονται για πρώτη φορά στη ζωή τους, που τρέμουν και νιώθουν τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια τους, αισθάνονται την ηδονή να διαπερνάει τις φλέβες τους και τον οργασμό να σκάει σαν ατομική βόμβα στον εγκέφαλό τους.
Και ξέρουν πως από τη στιγμή που γίνεται αυτή η ένωση, τίποτα δε θα ‘ναι ίδιο ξανά.