Είμαι νευριασμένος. Που χρειάζεται να εξηγώ πράγματα που δε θέλουν καμία εξήγηση. Και πολύ απορημένος γιατί εγώ δε δρω έτσι. Να εξηγηθώ. Δεν έχω ανάγκη από φίλους που μου λένε «Ξέχνα τη μωρέ μαλάκα, πάμε γι’ άλλα». Ξέρεις γιατί; Γιατί όταν εγώ βρεθώ στη θέση του φίλου κι όχι του «θύματος» -που το να είσαι ερωτευμένος δε σε καθιστά θύμα αλλά δε θα το συζητήσουμε τώρα αυτό- θα κάτσω να ακούσω, θα κλάψω κι εγώ, δε θα δώσω συμβουλές αλλά δύναμη στον άνθρωπο που έχω απέναντί μου.
Απ’ αυτή τη γαμημένη τη δύναμη θέλω κι εγώ να μου προσφέρουν, κάθε φορά που θα πω ότι θα πάρω το λεωφορείο των 2 τα μεσάνυχτα για να ’ρθω να σε βρω κι ας μη μου ανοίξεις. Αυτή τη δύναμη θέλω τη στιγμή που κλαίω για σένα, να μου πει ο άλλος με τις χειρονομίες του και τα λόγια του πως κάνω καλά που κλαίω, κάνω καλά εκείνη την ώρα που καταστρέφομαι για σένα. Δε θέλω κανένα «Δεν άξιζε ρε», δε θέλω κανέναν που θα μου πει να βγούμε για ποτάρες κι όλα καλά. Δεν είναι όλα καλά, δε γουστάρω να το παίζω τρελίτσα ούτε να μου δημιουργώ ψευδαισθήσεις.
Οι φίλοι μου θέλω να είναι τα γκάζια μου. Θέλω να έρθω να σε βρω; Να μου πουν πως θα ‘ρθουν κι αυτοί για να σου κάνουμε καντάδα. Θέλω να σου στείλω χίλιες λέξεις γιατί νιώθω πως πράγματα έχουν μείνει ανείπωτα; Να το πατήσουν εκείνοι το κουμπί της αποστολής αν χρειαστεί. Δε θέλω συμβουλάτορες, ψυχολόγους και γελωτοποιούς. Δε θέλω φίλους-φρένα, θέλω φίλους τρελάρες, θέλω φίλους-γκάζια.
Τον έρωτα τον ζω έτσι ακριβώς όπως του αρμόζει. Ακραία, με πάθος, με λύσσα. Δεν παρατάω αυτά που ξέρω πως αξίζουν. Εδώ δεν παράτησα αγώνα που χάναμε 3-0 στο ημίχρονο, θα παρατήσω εσένα τόσο εύκολα νομίζεις;
Οι άνθρωποι πολλές φορές κάνουν λάθη γιατί αδικούν. Όχι τους άλλους, αλλά τον ίδιο τους τον εαυτό. Εσύ αδικείς τον εαυτό σου γιατί νομίζεις πως η καρδιά σου δεν είναι ικανή να νιώσει πράγματα για μένα. Νομίζεις πως δε μου αξίζεις γιατί υποτίθεται πως υπάρχει ένα ζύγι και πάνω σε αυτό, η δική μου «συναισθηματική προσφορά» είναι μεγαλύτερη απ’ τη δική σου. Πώς να σ’ αφήσω εγώ εσένα; Πώς να δεχτώ τις μαλακίες που μου λένε οι φίλοι μου και που ξεστόμισες κι εσύ η ίδια, πως «Δε μου αξίζεις»;
Όταν εγώ θα πω στα δέκα άτομα που αγαπώ κι έχω δίπλα μου πως εσύ αξίζεις, αυτό είναι νόμος απαράβατος. Ιερός. Δεν ήσουν η ξεπέτα μου, δεν ήσουν ενθουσιασμός ούτε η ανάγκη να νιώσω σώνει και καλά τον έρωτα. Δεν είμαι ερωτευμένος με την ιδέα του έρωτα. Είμαι ερωτευμένος με την ιδέα της υπόστασής σου. Με την εικόνα του κορμιού μου μέσα στο δικό σου. Με την ιδέα πως ένα τόσο πλάσμα τόσο μοναδικό όσο εσύ είναι ερωτευμένο μαζί μου. Πως μ’ αγαπάει. Με το δικό σου τρόπο.
Μπορεί να μη πιστεύεις λέξη αλλά, όσο ο καιρός περνάει εγώ νιώθω όλο και δυνατότερα πόσο μ’ αγάπησες. Και πονάει πολύ, που δεν μπορώ να δω τα μάτια σου καθώς στο λέω. Τα πιο μοναδικά, τα πιο όμορφα, τα πιο ασυνήθιστα καστανά μάτια σου.
Ο έρωτας είναι συναίσθημα βαρύ. Θέλει μαγκιά, θέλει φωτιές να καίνε, θέλει σώματα στην τσίτα κι ας είναι χιλιόμετρα μακριά. Αν δεν πονέσεις, αν δεν κλάψεις, αν δεν ξεσπάσεις, αν δεν κάνεις του κόσμου όλες τις τρέλες μέχρι να πεις «Τα έκανα όλα για σένα!» και να ξέρεις πως το εννοείς και δεν κοροϊδεύεις τον εαυτό σου και το πλάσμα που του το λες, τι νόημα έχει;
Καμία χλιαρή καβάντζα, κανένα μέτριο συναίσθημα, μακριά από γελοίες ατάκες που είναι βρωμερά ψέματα όπως το «Πάμε γι’ άλλα, καλύτερα». Η αγάπη που έχω για σένα, είναι για σένα. Είναι προορισμένη για να την πάρεις εσύ και μόνο. Αυτά που έχω να σου δώσω, είναι φυλαγμένα για σένα. Και κανένας φίλος-φρένο, κι ούτε εσύ η ίδια μπορεί να με κάνει να σταματήσω να προσπαθώ εφόσον ξέρω πόσα αξίζουμε εγώ κι εσύ, μαζί.
Αν ήθελα να σε σκοτώσω, θα ήσουν ήδη νεκρή.
Επιμέλεια Κείμενου Ιωάννη Κυράπογλου: Κατερίνα Κεχαγιά.