Χειμώνας. Χριστούγεννα, χιόνια, χουχουλιάσματα, ζεστή σοκολάτα κι αγκαλιές κάτω απ’ τις κουβέρτες. Ανταλλαγές δώρων, ταξιδάκια με το ταίρι και μυρωδιά γαλοπούλας σε όλο το σπίτι, με τη συνοδεία φυσικά των κουραμπιέδων και των μελομακάρονων που ποτέ δεν παχαίνουν όσα κι αν φάμε, μονάχα μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους – και το πιστεύω αυτό, το χαμόγελο που σκας μόλις φας το πρώτο μελομακάρονο και τη στιγμή που τα μούσια σου γεμίζουν κουραμπιεδίσια άχνη, δεν το αλλάζω με κανένα χαμόγελο.
Κάπως έτσι είναι ο χειμώνας για όλους τους κοινούς θνητούς εκεί έξω, που δεν έχουνε κανένα σοβαρό πρόβλημα να τους απασχολεί. Ποιο είναι το σοβαρό πρόβλημα; Μα φυσικά τα κρυολογήματα. Βασικά, το κρυολόγημα. Είναι ένα και μοναδικό, ξεκινάει τέλη Οκτώβρη και σ’ αφήνει αρχές του Μάρτη, κι αυτό μόνο αν είσαι απ’ τους τυχερούς που το Μάρτη δεν έχουν αλλεργίες.
Δεν είμαστε κοινοί θνητοί εμείς οι άρρωστοι αλλά όντα ανώτερα. Ποιος άνθρωπος μπορεί ταυτόχρονα να έχει βουλωμένη μύτη, λαιμό πονεμένο και παρ’ όλα αυτά να πίνει τις ποτάρες του την Πρωτοχρονιά, να λικνίζεται δίχως καλά-καλά να μπορεί ν’ αναπνεύσει μέσα στα μαγαζιά που είναι πίτα στον κόσμο, και να τη βγάζει πέρα το επόμενο πρωί στο οικογενειακό τραπέζι; Κι όχι μόνο επιβιώνει απ’ αυτό, αλλά τρέχει και πίσω απ’ όλα τα μικρά ανιψάκια της οικογένειας που του έχουν λείψει, κι ας καταλήξει στο τέλος του διημέρου στην αγαπημένη του στάση, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του πόνου.
Τούτο το κρεβάτι είναι το αγαπημένο μου. Ένα βομβαρδισμένο τοπίο όπου μέσα σε λίγα τετραγωνικά θα βρεις 4 κούπες τσάι, εκατοντάδες χρησιμοποιημένα χαρτομάντιλα με μύξα όλων των χρωμάτων, μια νουτέλα παρατημένη, δυο εξτρά κουβέρτες μήπως και ο πυρετός χειροτερέψει και χρειαστούμε ενισχύσεις, έναν κουβά μπας και θελήσουμε να κάνουμε εμετό, και φυσικά αρκουδάκια, πολλά αρκουδάκια, τα οποία είναι όλα το ίδιο πρόσωπο. Η μαμά μας. Αγκαλιάζεις ένα χνουδωτό άσπρο σκυλί με κόκκινη μύτη, «Μαμάααα έλα εδώ», αγκαλιάζεις έναν πράσινο Χουλκ που μάλλον ξέχασε κανένα ξαδερφάκι, «Πού είσαι ρε μάνα», βλέπεις και την ξανθιά οπτασία με το ροζ φορεματάκι (καλά, εγώ δεν το βλέπω αυτό, εμένα το αγαπημένο μου αρκούδι ήταν ένας πιγκουίνος) και μέσα στα κλάματα ζητάς απεγνωσμένα για άλλη μια φορά τη μάνα σου.
Γενικά, να μας αγαπάτε λιγάκι περισσότερο εμάς που τη βγάζουμε όλο το χειμώνα έτσι, για τον απλούστατο λόγο πως είμαστε σαν τις κατσαρίδες. Ξέρουμε να επιβιώνουμε σε κάθε περίσταση. Στο ένα χέρι το μπεγλέρι, στο άλλο χέρι το μαντήλι. Στους χορούς θα’ μαστε πρώτοι, διακοπές θα πηγαίνουμε κι ας βήχουμε σαν τα γαϊδούρια, το μελομακάρονο θα γλιστράει ευλαβικά στον ουρανίσκο μας κι ας νιώθουμε πως έχουμε αγκάθια στο λαιμό.
Όταν έρχεται η άνοιξη και η μύτη ανοίγει, ο λαιμός ηρεμεί και το κεφάλι δεν πονάει, κάτι μας λείπει. Κάτι περίεργο μας συμβαίνει. Ίσως γι’ αυτό ακόμα και το καλοκαίρι θα έχουμε μια κουβέρτα εξτρά για να χουχουλιάσουμε κι ας έχει έξω 40 βαθμούς, θα αναζητούμε το ζεστό το τσάι για να ηρεμήσουμε και θα αναγουλιάζουμε στην ιδέα του κρύου γιατί «Τι τσάι είναι αυτό που δε μυρίζει όμορφα και δε σου ζεσταίνει τα χέρια;» και πάντα τρελαίνουμε τη μάνα μας που όταν μας ρωτάει τι φαγητό θέλει να μας κάνει όταν έξω όλοι είναι στις θάλασσες, εμείς της απαντάμε «Κοτόσουπα μάνα, κοτόσουπα!».
Επιμέλεια Κειμένου Ιωάννη Κυράπογλου: Κατερίνα Κεχαγιά