Είναι ώρα να φύγεις. Είναι η τελευταία φορά που σε βλέπω, έτσι πείσαμε τους εαυτούς μας. Πρέπει ν’ αντισταθούμε γιατί μας κάνει κακό όλο αυτό και δεν οδηγεί πουθενά. Ξέρεις, προσπαθούσα να προετοιμάσω τον εαυτό μου δεκαπέντε μέρες τώρα για να μην αντιδράσω όπως αντιδρώ αυτή τη στιγμή. Έλεγα, «Θα την αφήσεις να φύγει, θα φορέσεις το πιο όμορφο χαμόγελό σου, θα της πεις σ’ αγαπώ για μια τελευταία φορά και θα κλείσεις την πόρτα. Κλάψε όσο θες, αλλά μόλις κλείσει η πόρτα, μόλις μπει η τελεία».
Δεν τα πολυκατάφερα τελικά αλλά δε με νοιάζει. Μείνε μια ώρα ακόμα. Πάρε το επόμενο τρένο. Δε σ’ αφήνω να την κλείσεις την πόρτα, ούτε να με φιλήσεις για αντίο. Μία ώρα σου ζητάω. Κι αν απορείς τι θ’ αλλάξει, θα σου πω τίποτα απολύτως. Κι αν απορείς τι διαφορετικό θα κάνουμε, η απάντηση θα είναι πάλι η ίδια. Δεν είναι ώρα για εγωισμούς από μεριάς μου ούτε θα το παίξω πως όλα είναι καλά και η ζωή μου θα προχωρήσει χωρίς εσένα. Η ζωή μου θέλω να παγώσει σε αυτή τη μία ακόμη ώρα που σου ζητάω. Να τη ζήσω λες και ζω δέκα χρόνια. Κι ύστερα αν αντέχεις, φύγε.
Να ξαπλώσουμε στο κρεβάτι μας. Να σε κοιτάζω. Όχι για πολύ, δεν προλαβαίνουμε. Να πάρω μια βαθιά τζούρα απ’ τα μαλλιά σου. Ν’ αγγίξω ίσα-ίσα το λαιμό σου. Εντάξει, θα μου περάσει απ’ το μυαλό η ιδέα ν’ αρχίσω να στον φιλάω, για την ακρίβεια νομίζω πως όσο καιρό σε είχα στην αγκαλιά μου, σου κρατούσα το χέρι ή απλώς σε κοιτούσα από μακριά, αυτόν ποθούσα πάνω απ’ όλα πάνω σου. Είναι ένα γαμημένο ποίημα που το φιλούσα, το έσφιγγα, το έγδερνα και μετά το έγλυφα για να περάσει ο πόνος. Αν το καλοσκεφτείς, η σχέση μας ολόκληρη μοιάζει με την εμμονική σχέση που είχα με το λαιμό σου. Αλλά δεν προλαβαίνω να στα εξηγήσω τώρα όλα αυτά.
Να σου ζητήσω να με αγκαλιάσεις και να μ’ αφήσεις να κλάψω για λίγο. Δε θέλω να μου πεις τίποτα, δε θέλω ν’ ακούσω «Όλα θα πάνε καλά» και μαλακίες. Όλα θα πήγαιναν καλά αν έμενες εδώ για παραπάνω από μια ώρα. Αυτήν την ώρα τουλάχιστον, άφησέ με να ορίσω εγώ πώς θα κυλήσει. Μη μιλήσεις λοιπόν.
Μείνε για να σε κοιτάξω λιγάκι ακόμα. Να σε μυρίσω. Να σε νιώσω. Γιατί να κάνουμε κάτι διαφορετικό; Το κρεβάτι μας αυτό, μοιράστηκε μαζί μας όλες μας τις εμπειρίες. Μας καθόρισε. Ήταν ο καμβάς που ζωγραφίζαμε κάθε βράδυ, τις εμπειρίες της ημέρας που ζούσαμε μαζί. Είχαμε γέλια κι ευτυχία και χαμόγελα; Ένα κρεβάτι γεμάτο πάθος και καφρίλα, γεμάτο λέξεις, ένα κρεβάτι τεράστιο. Είχαμε κούραση, νεύρα, οργή; Γινότανε μικρό για να μας χωρέσει τον έναν πάνω στον άλλον, μέσα στον άλλον, με μια μανία ευλαβική και με μια λύσσα που γνώρισα μαζί σου και μόνο.
Να μείνεις αυτή την ώρα την πουτάνα κι ας μην αλλάξει τίποτα. Κι ας μη βρίσκεις νόημα κανένα. Σου ζητάω μία ώρα σε αντάλλαγμα για όλη τη ζωή που θα κάνουμε χώρια από εδώ και πέρα. Μια ώρα να σε γδύσω, να σε κοιτάζω στα μάτια, να φιλήσω κάθε σπιθαμή του κορμιού σου, να σε νιώσω στη σάρκα μου. Να φωνάζουνε όλες μου οι αισθήσεις πόσο σε θέλω όχι γι’ αυτή την ώρα, αλλά για κάθε ώρα. Να κοιταζόμαστε στα μάτια βαθιά, όλο και πιο βαθιά και τα μάτια να έρχονται κοντά, να νιώθω την ανάσα σου. Να μπλέξουν οι γλώσσες μας και ν’ αρχίσουν να παλεύουν, να στριφογυρνάνε, άλλοτε σε απόλυτη αρμονία κι άλλοτε στο απόλυτο χάος. Να σε δαγκώσω στα χείλη σου, να πονέσεις, να ματώσεις. Δε φαντάζεσαι πόσο θα μου λείψουν αυτά τα χείλη, και να με δαγκώσεις κι εσύ για να νιώσω πόνο αλλά να τον νιώσω στο σώμα, βαρέθηκε η καρδιά να πονάει και να παρακαλάει να μην τελειώσει ο χρόνος. Δάγκωσέ με μέχρι να βγει αίμα. Να σε νιώσω υγρή. Και στο στόμα σου, με το σάλιο σου και τη γλώσσα σου με τις ζωηρές της κινήσεις, κι εκεί κάτω, που ξέρω πως είσαι δική μου, μονάχα δική μου, και ξέρεις κι εσύ πόσο διαφορετικός είναι ο έρωτας, πόσο μοναδικά είναι τα σώματά μας όταν ανατριχιάζουν μαζί.
Μείνε μια ώρα. Η πόρτα είναι ανοιχτή, το τρένο το προλαβαίνεις. Άσε με να κλέψω μια τελευταία ώρα απ’ τη ζωή σου. Κι αν μετά αντέξεις, γίνε σκιά και μην εμφανιστείς ποτέ ξανά μπροστά μου. Κι αν δεν αντέξεις, έλα να περάσουμε έτσι ακριβώς κάθε ώρα από εδώ και πέρα. Δε θέλω να μου λείπεις μια ζωή. Θέλω να φτάσει η στιγμή που θα βαρεθούμε αυτή την ώρα, που θα τη σιχαθούμε, που θα τη μάθουμε απ’ έξω. Που θα μάθω ακόμα και το τελευταίο λακκάκι, την πιο μικρή ελιά του κορμιού σου. Όταν τη βαρεθούμε αυτήν την ώρα, θα τη διαλύσουμε και θα φτιάξουμε καινούρια.
Αστείο ε; Εγώ κάνω όνειρα για ώρες πολλές, κι εσύ ακόμα δε συμφώνησες αν θα μείνεις αυτή τη μία ώρα.
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά