Τα πράγματα ήταν απ’ την αρχή ξεκάθαρα. Εγώ μιλάω πολύ, ανοίγομαι γρηγορότερα, μπαίνω με τα μπούνια κι ό,τι γίνει. Λόγια που δεν πίστευες και συναισθήματα που για σένα ήταν «πολύ νωρίς» για να τα νιώσεις. Εγώ τρέχω κι εσύ βάζεις χαλινάρι, εγώ πετάω κι εσύ με προσγειώνεις. Ήξερα πως είχες το λόγο σου. Ήξερα πως με ήθελες εδώ αλλά με τον δικό σου τρόπο. Το ήξερα απ’ τη στιγμή που έκατσες να μου μιλήσεις για τα χαλινάρια που μου βάζεις και δεν αρκέστηκες σε δυο κουβέντες που θα μου έκοβαν τα φτερά, αλλά μου εξήγησες γιατί τα βάζεις. Η πρώτη μου νίκη ήταν εκείνη. Είναι άλλο το να κλείνεις τα τείχη σου κι άλλο να προσπαθείς να κάνεις τον άνθρωπο δίπλα σου να καταλάβει γιατί τα έχεις υψώσει.

Κι εγώ έμεινα. Δε με φόβισαν τα τείχη σου, τ’ αγκάλιασα. Με πείραξε ο κυνισμός σου, δε θα σου κρυφτώ. Με πείραζε που τα λόγια τα όμορφα στα έβγαζα με το τσιγκέλι, αλλά στους καβγάδες, η γλώσσα σου θα πήγαινε ροδάνι. Αρχικά δεν κατάλαβα γιατί μονάχα εγώ να λέω κι εσύ τίποτα. Απορούσα με τις άμυνές σου ακόμα κι όταν όλα ήταν πανέμορφα, ακόμα κι όταν με κοιτούσες στα μάτια και την ένιωθα αυτήν τη λάμψη στα μάτια σου, στο χαμόγελό σου, κι εσύ δεν έβγαζες κουβέντα. Θα ορκιζόμουν πως από μέσα σου μου αράδιαζες τα συναισθήματά σου, στον ύπνο μου σ’ έβλεπα να μου λες πως είσαι ξετρελαμένη μαζί μου και πως μ’ αγαπάς και με πείραζε που όταν ξυπνούσα αυτά τα λόγια δεν ήταν εκεί.

Ήσουν αβέβαιη, τα λόγια μου τα μεγάλα αντί να κάνουν καλό σ’ έκαναν να κλείνεσαι στο καβούκι σου όλο και πιο πολύ μα αυτό το καβούκι σου εγώ το αγάπησα και δεν ήθελα να του επιτεθώ, ούτε να το τρομάξω, αλλά να το κάνω με πολύ μικρά μα σταθερά βηματάκια να ανοίξει. Έχω πάψει πια να περιμένω τα μεγάλα λόγια και τις πράξεις τις συμβολικές. Κάθε άνθρωπος την αγάπη του τη φανερώνει αλλιώς κι εσύ που ήσουν τόσο μοναδική, δε θα μπορούσες παρά να έχεις έναν ανατριχιαστικά ιδιαίτερο τρόπο να μου δείχνεις όσα νιώθεις.

Μου ανοίγεσαι. Πιστεύεις σε μένα. Με τον τρόπο σου. Με το χρόνο σου. Σε άλλες συχνότητες απ’ τις δικές μου. Και; Δε μ’ ένοιαξε στιγμή. Για κάποιους ανθρώπους ξέρεις πως η αναμονή αξίζει. Θυμάσαι πώς περίμενες να βγει στα βιβλιοπωλεία η συνέχεια του Χάρι Πότερ; Κάπως έτσι. Μια γλυκιά αναμονή, για όσο χρειαστεί. Μου έμαθες πως οι άνθρωποι δεν έχουν ρολόγια στην καρδιά ούτε κι αόρατα σκοινιά, έτσι ώστε μόλις κάποιος δεθεί μαζί τους, αυτομάτως, στον ίδιο χρόνο και δίχως κόπο, να δεθούν κι αυτοί.

Πέφτουν οι άμυνες σιγά-σιγά. Ο κυνισμός γίνεται τρυφερότητα κι η αβεβαιότητα, σιγουριά. Τα χαμόγελα πιο δυνατά, η πάλη για να κρατήσουμε αυτό που φτιάξαμε με τόση προσπάθεια μεγαλύτερη. Κι η οικειότητα πάει σύννεφο. Δε με φοβάσαι πια. Και θέλω να σου φωνάξω τόσο δυνατά που θα μ’ ακούσει όλη η μικρή μου πόλη πως σ’ αγαπάω αλλά μου έμαθες πως αυτά τα πράγματα είναι ιερά, δεν τα βροντοφωνάζουμε, όχι για να μην τα μάθει κανείς. Επειδή το σ’ αγαπώ είναι για τις ώρες τις μικρές που τα φώτα σβήνουν και μέσα στο σκοτάδι ξέρεις ποιος είναι ο άνθρωπός σου, μπορείς να τον μυρίσεις και να τον ξεχωρίσεις ανάμεσα σε εκατομμύρια. Και είναι και για τις άλλες τις ώρες, τις πολύκροτες, μέσα στην οχλοβοή, που ανάμεσα σε δεκαπέντε υποχρεώσεις και πλάι στον πονοκέφαλο που σου τρυπάει το μυαλό, ένας ψίθυρος, οι δυο αυτές λέξεις κι η σωστή φωνή στην άκρη του ακουστικού, σε κάνει να βγάλεις τη χαμογελάρα σου απ’ το καβούκι.

 

Συντάκτης: Ιωάννης Καράπογλου