Κάπου το διάβασα και μου έχει μείνει καρφωμένο στο μυαλό. «Μόνο όσοι προσπάθησαν πολύ έχουν δικαίωμα στο παράπονο». Είναι ωμό, είναι κυνικό κι είναι μια μεγάλη αλήθεια που σε πονάει γιατί μέσα σου βαθιά ξέρεις πως ίσως τελικά να κλαίγεσαι για το τίποτα, ίσως να μιζεριάζεις δίχως ιδιαίτερο λόγο, ίσως κατηγορείς ανθρώπους ενώ έπρεπε να τα βάλεις με τον ίδιο σου τον εαυτό.
Και θα γίνω ένας μεγάλος εγωιστής και θα πω ότι εγώ έχω κάθε δικαίωμα στο παράπονο. Θα γίνω κλαψιάρης και στα πατώματα θα πέσω για να παραπονεθώ για τη γαμημένη την πληγή που μου άφησες κι έχω καταλήξει να είμαι ο μεγαλύτερος κλισεδιάρης, ο πιο μυξιάρης τύπος που έχεις συναντήσει. Κι ας έχω πέσει στην υπόληψή σου, ούτε που με νοιάζει πια, άλλωστε έπαψα να σε ενδιαφέρω τη στιγμή που μπήκες σ’ εκείνο το λεωφορείο και δε γύρισες καν τα μάτια σου για να κοιτάξεις πίσω.
Γιατί προσπάθησα πολύ. Να μπω στον κόσμο σου. Να σε κάνω να πιστέψεις στα μεγάλα χαμόγελα. Στις τεράστιες αγκαλιές. Στις μεγάλες εκπλήξεις και στα τρανταχτά «Σ’ αγαπώ». Είχες ανάγκη από όνειρα κι από χαμόγελα, είχες ανάγκη από τρέλα κι έρωτα και τα είχα όλα να σου τα δώσω απλόχερα. Είχα εμένα να σου δώσω και να μην κρατήσω τίποτα για τον εαυτό μου, γαμώτο.
Κι είμαι εδώ τώρα, ένα χρόνο μετά προσπαθώντας ακόμα να ξεχάσω τη σκατόφατσά σου, τα ηλίθια αστεία σου, την αχώνευτη μουσική που άκουγες, το πόσο έσκαγα όταν οι μπούκλες σου ήταν μέσα στο πρόσωπό μου όταν κοιμόμασταν ενώ είχε 35 βαθμούς έξω, προσπαθώντας να βρω άλλο αγαπημένο χαμόγελο κι άλλο ψίθυρο που θα λατρέψω. Και ξέρεις κάτι; Δεν μπορώ να βρω.
Κι απορώ πώς ξέχασες τόσο γρήγορα, πώς έγινα ξαφνικά ένα απλό, τυπικό «Χρόνια πολλά» στις γιορτές αλλά αυτή η φράση που διάβασα μου τα εξήγησε όλα. Μόνο όσοι προσπάθησαν πολλοί έχουν δικαίωμα στο παράπονο. Κι εγώ τα έδωσα όλα. Πάλεψα να σε κρατήσω με όλα μου τα εφόδια και ξέρεις πως δεν είχα πολλά. Λίγο κακό χιούμορ, διάθεση να σου μάθω να ξεχωρίζεις το καλό απ’ το χάλια κρασί, τον νες από το γαλλικό κι όρεξη για να ζήσουμε μαζί τα πάντα. Μονάχα αυτά είχα.
Εσύ τι παράπονο να έχεις; Τι γκρίνια; Γιατί να μιζεριάσεις; Εσύ συνέχισες, εσύ χαμογέλασες και πήγες μπροστά. Και πολύ καλά έκανες. Γιατί μέσα σου ξέρεις πως δεν προσπάθησες πολύ. Γιατί μέσα σου ξέρεις κι εσύ πως ο έρωτας κι αγάπη είναι αποτέλεσμα κόπου, μόχθου, ιδρώτα και δεν είναι απλά θέμα ταλέντου. Δεν είναι «Α, εμένα μου βγαίνει ο έρωτας με αυτόν, αλλά με τον άλλον όχι, με τίποτα».
Θα με αγαπούσες αν έμενες. Θα με αγαπούσες όσο δεν είχες αγαπήσει ποτέ κανέναν. Βίαια, ασφυκτικά. Θα με έγδερνε η αγάπη σου κι εγώ θα ένιωθα ηδονή. Αλλά διάλεξες να φύγεις γρήγορα. Τακτοποίησες τις εκκρεμότητες και σαν ένας σωστός χειρούργος, μου έραψες προσεκτικά τις ανοιχτές πληγές μου κι έφυγες. Σαν σωστός δολοφόνος. Όποιος έχει πληγωθεί ξέρει να πληγώνει, έλεγες.
Δε θα μετανιώσω ποτέ για τα κλάματα που έριξα για σένα. Για τα μεθύσια. Για το πρήξιμο που έκανα σε όλους μου τους φίλους που άκουγαν το όνομά σου πρωί, μεσημέρι και βράδυ. Δε θα μετανιώσω τα χτυπήματα στους τοίχους ούτε τις άπειρες χιλιάδες λέξεις των άρθρων μου που σε ζητάνε απεγνωσμένα. Δε θα μετανιώσω που έριξα εγωισμούς κι αξιοπρέπεια σε τέτοιο βαθμό που τώρα μπορεί και να γελάς μαζί μου. Στα χάλια μου είμαι, θα λες. Ερωτευμένος είμαι, θα απαντώ. Προσπάθησα πολύ. Άσε με να έχω ένα παράπονο. Που δεν έμεινες να παλέψεις, μήπως κι ακούσω το «Σ’ αγαπώ» από τα μόνα χείλη στον κόσμο που θέλω να τ’ ακούσω.
Επιμέλεια Κειμένου Ιωάννη Κυράπογλου: Κατερίνα Κεχαγιά.