Όλοι μας κάποια στιγμή έχουμε ξεστομίσει το «Αχ και να γύρναγα πάλι στο Δημοτικό» ή κάτι παρεμφερές. Γενικότερα, το δόγμα «Να’ ταν τα νιάτα δυο φορές» είναι σίγουρα η μία από τις τρεις ευχές που θα έκανες αν όντως υπήρχε το τζίνι του παραμυθιού.
Θυμάμαι τον εαυτό μου επτά χρονών και μπορώ να σου πω πως έτσι θα ήθελα να ζω και τώρα. Και δεν είναι μονάχα λόγω ανεμελιάς, έλλειψης υποχρεώσεων κι ευθυνών καθώς κι επειδή είχα τη μαμά να μου κάνει συνέχεια τ’ αγαπημένα μου φαγητά. Καλά, όχι πως κι αυτά δεν παίζουν κάποιο ρόλο. Ειδικά για τη μαμά μου, που άμα σου κάνει γεμιστά θα σου πέσει το σαγόνι και θα θέλεις να γίνει και δική σου μαμά.
Σκέφτομαι την όρεξη που είχα. Που ανυπομονούσα για την ώρα και τη στιγμή που θα πρέπει να σηκωθώ για να ετοιμαστώ για το σχολείο. Όχι για να πάω να κάνω μάθημα, αλλά για να πάω να παίξω μπάλα, να γδάρω τα πόδια μου και να τα γεμίσω μέσα στα αίματα εξαιτίας των ομηρικών μαχών που κάναμε με τα αγόρια της μεγαλύτερης τάξης.
Που αρρώσταινα κάθε εβδομάδα κι είχα μαμά και γιαγιά πάνω απ’ το κεφάλι μου να με ταΐζουν φιδέ και να με ποτίζουν φάρμακα, ενώ εμένα το μόνο που μ’ ένοιαζε ήταν να βάλω στα κρυφά τη φανέλα του Ροναλντίνιο στην τσάντα και να σκαρφιστώ καινούρια δικαιολογία, επειδή και την επόμενη μέρα θα πήγαινα σχολείο και παρά τις ικεσίες τύπου «Σε παρακαλώ παλικάρι μου, πρόσεχε αγόρι μου, μην ακουμπήσεις μπάλα σήμερα πασάκα μου» εγώ ονειρευόμουν ήδη πως θα γινόμουν ο ήρωας της ημέρας που θα έβαζα το νικητήριο γκολ κι όλα τ’ αγόρια θα ήθελαν να γίνουν εγώ κι όλα τα κορίτσια θα μ’ αγαπούσαν.
Και δεν ήταν μόνο η μπάλα. Ήταν και τα κοριτσόπουλα. Πήγαινα σχολείο κι έλαμπα ρε παιδί μου. Ήξερα πως σήμερα αγαπάω τη Λενιώ. Αύριο βέβαια θ’ αγαπούσα άλλη, αλλά σήμερα ήταν η μέρα της Λενιώς κι έπρεπε ν’ ανταγωνιστώ όλα τ’ αντίπαλα αρσενικά για να την κατακτήσω και να μου πει το πολυπόθητο «Σ’ αγαπάω».
Ωραίο το πέσιμο εκείνα τα χρόνια. Είχε τακτική, ήθελε στρατηγική και κινήσεις εντυπωσιασμού κι ουσίας. Ήξερα πως οι φίλοι μου ήταν πιο δυνατοί και πόνταραν σ’ αυτό για να εντυπωσιάσουν τα κορίτσια, οπότε δωσ’ του το ξύλο μπροστά τους. Εγώ πάλι, ραβασάκι μέσα στην τσάντα, συνοδευόμενο από μια μεγάλη κόκκινη καρδιά. Και στο διάλειμμα, επιστράτευα τα μεγάλα μέσα. «Ελενίτσα, έχω δυο φέτες ψωμί με νουτέλα, θες να τις μοιραστούμε;»
Αλανιάρη με φώναζε ο μπαμπάς όταν του διηγιόμουν τι έκανα κι εγώ φούσκωνα από καμάρι κι ας μην ήξερα τι σημαίνει. Έτσι ήταν. Δυο λέξεις και μια φέτα με βούτυρο και νουτέλα κι ήσουν ο βασιλιάς του κόσμου.
Αλλά μου λείπουν κι άλλα. Τώρα που είναι καλοκαίρι σκέφτομαι την τρέλα που είχα να κατεβαίνω με τη μάνα αλαμπρατσέτα στην πόλη και να γυρνάμε όλη την αγορά για καινούρια τσάντα, κασετίνα, στυλό, μαρκαδόρους αλλά και παπούτσια, τα οποία απαιτούσα «Να τρέχουν καλά».
Η τσάντα έπρεπε να είχε πάνω ήρωα των Looney Tunes απαραιτήτως. Πέρασα απ’ τις ήπιες εποχές της Δευτέρας Δημοτικού και των Σιλβέστερ και Τουίτι, έως τον σκληροπυρηνικό Ταζ στην έκτη, για να δείξω ότι αλήτεψα κι έγινα μάγκας και νταής. Σημείωση, στη Δευτέρα Δημοτικού χωρούσα να μπω ολόκληρος μέσα στην τσάντα με τον Σιλβέστερ κι έμενε και χώρος για να μπει και κανένας Τουίτι. Μιλάμε για πρώτο μπόι.
Αγοράζαμε μαρκαδόρους, πλαστελίνες, ξυλομπογιές, σβήστρες και ξύστρες και τετράδια σε κάθε λογής χρώμα και σχέδιο, και συνήθως έτσι όπως τα παίρναμε, έτσι έμεναν ξεχασμένα ως το τέλος της χρονιάς κι αχρησιμοποίητα. Αλλά ήταν μια γλυκιά ιεροτελεστία όλο αυτό στα τέλη του Αυγούστου, λίγο πριν ξεκινήσει η νέα σχολική χρονιά.
Ήμασταν όλοι γαμάτοι στα επτά. Ξέραμε πως θα κατακτήσουμε τον κόσμο. Ήμασταν στην τσίτα όλη μέρα και μ’ ένα μας χαμόγελο κάναμε ευτυχισμένους μαμά, μπαμπά, γιαγιάδες και παππούδες. Κοιτάζαμε στα μάτια τον κολλητό μας και σκαρφιζόμασταν την επόμενη σκανταλιά στο δευτερόλεπτο. Τυραννούσαμε τους γονείς μας, αλλά κάθε Σαββατοκύριακο ανυπομονούσαν για να έρθει η στιγμή να πάμε μια μικρή εκδρομή στου βουνό για να χορτάσουν το μικρό τερατάκι τους.
Ξέρω πως δε θα γυρίσω στην εποχή του Δημοτικού, αλλά νομίζω πως ποτέ δε θα νιώσω τόσο χαρούμενος όσο τη στιγμή που ξεκινούσε η καινούρια σχολική χρονιά και ήξερα πως θα ξαναδώ όλους μου τους φίλους, όλα τα κορίτσια που είπα «Σ’ αγαπάω», αλλά και τους μισητούς εχθρούς της μεγαλύτερης τάξης που πλακωνόμασταν για το αν είναι φάουλ η κλοτσιά στο καλάμι ή όχι. Και μάνα, συγγνώμη που ήμουν καθίκι και κάθε μέρα αναγκαζόσουν κι έραβες τις φόρμες μου, γιατί τις έσκιζα στην μπάλα.